στήλη,
η, ουσ.
[<αρχ. στήλη], η στήλη·
- έμεινα
στήλη άλατος, δεν μπορούσα να κινηθώ από την έκπληξη, το φόβο ή τον τρόμο
που δοκίμασα: «όταν τον είδα να σηκώνει χέρι και να χτυπάει τον πατέρα του,
έμεινα στήλη άλατος || μόλις είδα το φορτηγό να ξεφεύγει απ’ το δρόμο και να
’ρχεται στο πεζοδρόμιο καταπάνω μου, έμεινα στήλη άλατος». Αναφορά στην τιμωρία
της γυναίκας του Λωτ που έστρεψε, παρά την προειδοποίηση του Θεού, το βλέμμα
της πίσω και είδε την καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων.