στήθος
κ. στήθι κ.
στηθί, το, ουσ. [<αρχ. στῆθος], το στήθος. 1. η καρδιά ως έδρα
συναισθημάτων και παθών του ανθρώπου: «πώς να γελάσει ο άνθρωπος με τόσες
πίκρες που έχει μαζέψει στο στήθος του!». 2. τα πνευμόνια: «μαύρισαν τα
στήθια του απ’ το τσιγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: μάνα μου, το στήθος μου
πονεί (ακολουθεί βήχας, ώστε ο ακροατής του τραγουδιού να υπονοήσει πως
υπάρχει κάποια ασθένεια στα πνευμόνια του ήρωα, στον οποίο αναφέρεται ο
τραγουδιστής). 3. οι μαστοί της γυναίκας, τα βυζιά: «αυτή η γυναίκα έχει
το ωραιότερο στήθος που είδα ποτέ σε γυναίκα». 4. (για πουλιά) η λευκή
σάρκα γύρω απ’ το στέρνο: «κάθε φορά που τρώει κοτόπουλο, προτιμάει το στήθος»·
- από
στήθους, απέξω, από μνήμης: «μπορεί να σου πει ολόκληρο βιβλίο από στήθους»·
- βράζει
το στήθος μου, είμαι πολύ κρυωμένος: «πίνω όλο ζεστά, σύμφωνα με την οδηγία
του γιατρού, γιατί βράζει το στήθος μου»·
- έχει
πληγή στα στήθια, βλ. λ. πληγή·
- μ’
άναψε φωτιά στα στήθια, βλ. λ. φωτιά·
- ματώνει
το στήθος μου, βλ. συνηθέστ. ματώνει η καρδιά μου, λ. καρδιά. (Λαϊκό
τραγούδι: σαν βγαίνει ο χότζας στο τζαμί, αργά σαν σουρουπώνει, όταν θα πει
το μπιρ Αλλάχ, το στήθος μου ματώνει)·
- με
διαφορά στήθους, βλ. λ. διαφορά·
- προτάσσω
τα στήθη μου, αμύνομαι, υπερασπίζομαι σθεναρά: «όλοι οι Μακεδόνες θα
προτάξουν τα στήθη τους σε περίπτωση εχθρικής επιβουλής κατά της Μακεδονίας»·
- στήθος
μάρμαρο! α. λέγεται για γερό αντρικό στήθος και, κατ’ επέκταση, για γενναίο,
για ατρόμητο άτομο: «είναι γενναίο παλικάρι ο τάδε; -Στήθος μάρμαρο!». β.
λέγεται ειρωνικά για άτομο που παριστάνει τον ανδρείο, ενώ στην πραγματικότητα
δεν είναι. Συνήθως περιπαιχτική φρ. των μεγάλων στα μικρά παιδιά ή στους
νεαρούς. Η ολοκληρωμένη φρ. είναι: στήθος μάρμαρο κοιλιά (κατ’ άλλους
καρδιά) πατάτα κι από κάτω κρέμεται αγγούρι με ντομάτα·
- στήθος
με στήθος, α. αγκαλιά με τον αντίπαλο στο αγώνισμα της πάλης: «απ’
την ώρα που μπήκαν στο ρινγκ, αγκαλιάστηκαν και μέχρι το τέλος πάλευαν στήθος
με στήθος». β. μεγάλος συναγωνισμός μεταξύ δρομέων σε αγώνισμα δρόμου ή
μεταξύ υποψηφίων σε κάποια εκλογή: «από την αρχή μέχρι το τέλος όλη η απόσταση
έγινε στήθος με στήθος μεταξύ τριών δρομέων || στο νομό μας δυο βουλευτές
μέχρι τα ξημερώματα πάλευαν στήθος με στήθος ποιος θα εκλεγεί». γ. (για
μάχες) σώμα με σώμα, εκ του συστάδην: «η μάχη ήταν πολύ σκληρή και δόθηκε
στήθος με στήθος».