στεφάνι,
το, ουσ.
[<στεφάνιν <μτγν. στεφάνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. στέφανος], το στεφάνι.
1. το παιδικό κατρακύλι, το τσέρκι: «στα χρόνια μας το κάθε παιδί είχε
το δικό του στεφάνι και παίζαμε μ’ αυτά στους δρόμους». 2. το νυφικό
στεφάνι και, κατ’ επέκταση, ο γάμος ή ο νόμιμος σύζυγος, η νόμιμος σύζυγος:
«εγώ δεν πάω μ’ άλλες γυναίκες, γιατί τι θα πω στο στεφάνι μου, σαν το μάθει!».
(Λαϊκό τραγούδι: μια χήρα είχε ορκιστεί στο πρώτο της στεφάνι, αλλά
δεν έμεινε πιστή στον όρκο που ’χε κάνει)·
- βάζω
στεφάνι, παντρεύομαι. (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς δεκάρα πώς θα παντρευτούμε,
Μανωλιό μου, πώς θα βάλουμε στεφάνι στον Άι Γιάννη)·
- μα
το στεφάνι μου! βλ. φρ. στο στεφάνι μου(!)·
- να
μη χαρώ το στεφάνι μου! όρκος
που δίνεται από κάποιον για να γίνει πιστευτός σε αυτά που λέει: «να μη χαρώ το
στεφάνι μου, αν σου λέω ψέματα!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ
τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη
χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου(!)·
- να
χαρείς το στεφάνι σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον, ιδίως παντρεμένο,
για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «να χαρείς το στεφάνι σου, πάρε το γιο μου στη
δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών.
να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα
νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά
σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα
σου(!)·
- πατώ
το στεφάνι μου, (και για τα δυο φύλα) γίνομαι μοιχός, κερατώνω τον άντρα
μου, τη γυναίκα μου: «εγώ δεν πατώ το στεφάνι μου, γιατί αγαπώ τη γυναίκα μου».
(Λαϊκό τραγούδι: βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα το στεφάνι
να πατήσεις, βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα να με απατήσεις)·
- στο
στεφάνι μου! (ενν. ορκίζομαι), όρκος που δίνεται από κάποιον για να γίνει
πιστευτός σε αυτά που λέει: «στο στεφάνι μου, τα πράγματα είναι έτσι ακριβώς
όπως στα λέω!»·
- την
έχει χωρίς στεφάνι, συζεί μαζί της παράνομα, χωρίς να την έχει παντρευτεί:
«αγαπάει τόσο πολύ αυτόν τον άντρα, που δέχεται να την έχει χωρίς στεφάνι»·
- την
πήρε με στεφάνι, την παντρεύτηκε όπως ορίζει η χριστιανική θρησκεία, με
πλήρη νομιμότητα: «συζούσε μαζί της πέντε χρόνια, ώσπου στο τέλος την πήρε με
στεφάνι». (Λαϊκό τραγούδι: τη στάση που κρατάς δε τη γουστάρω, κι αν θες
γυναίκα με στεφάνι να σε πάρω). Συνών. την πήρε δόξη και τιμή /
την πήρε με δόξα και τιμή / την πήρε με παπά και με κουμπάρο·
- τιμώ
το στεφάνι μου, (και για τα δύο φύλα) εκτιμώ, σέβομαι και προστατεύω το
γάμο μου, το συζυγικό μου ταίρι, είμαι πιστός στο γάμο μου, στον άντρα μου, στη
γυναίκα μου: «εγώ δεν πάω μ’ άλλη γυναίκα, γιατί τιμώ το στεφάνι μου || έλεγαν
πως είναι παρδαλή, αλλά αυτή τίμησε το στεφάνι της περισσότερο από κάθε άλλη».