στέριωμα,
το, ουσ.
[<στεριώνω], η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στεριώνω·
- καλό
στέριωμα! α. ευχή σε νιόπαντρο ζευγάρι για σταθερή, για μόνιμη και
αδιατάρακτη συμβίωση. β. ευχή σε πρωτοδιοριζόμενο ή σε νεοδιοριζόμενο σε
κάποια θέση εργασίας, ιδίως του δημοσίου, για μόνιμη σταθεροποίησή του.