αρμένικος,
-η κ. -ια,
-ο, επίθ. [<Αρμένης + κατάλ. -ικος]. 1. που ανήκει ή αναφέρεται
στον Αρμένη ή στην Αρμενία, που είναι σχετικός με τον Αρμένη ή την Αρμενία:
«αρμένικη προφορά || αρμένικα προϊόντα». 2. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα
αρμένικα, η γλώσσα που μιλούν οι Αρμένιοι·
- αρμένικη
βεγγέρα, βλ. λ. βεγγέρα·
- αρμένικη
βίζιτα, επίσκεψη που κρατάει μεγάλο χρονικό διάστημα και γίνεται γι’ αυτό
το λόγο ενοχλητική: «ήρθε να μας δει για λίγο κι έγινε αρμένικη βίζιτα»·
- μιλώ
αρμένικα ή τα λέω αρμένικα, μιλώ σε κάποιον με τρόπο που δεν μπορεί
να με καταλάβει: «γιατί δε με καταλαβαίνεις, ρε παιδάκι μου, αρμένικα στα λέω;».