στενός,
-ή, -ό, επίθ.
[<αρχ. στενός], στενός. 1. που είναι πολύ δικός μας, ο κοντινός, ο
εγκάρδιος: «στενός φίλος || στενοί συγγενείς || στενές σχέσεις». 2. που
είναι περιορισμένου πνευματικού επιπέδου: «στενές αντιλήψεις || στενή λογική». 3.
που βρίσκεται σε οικονομική δυσχέρεια: «μη ζητήσεις ούτε δραχμή απ’ τον τάδε
γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, τον τελευταίο καιρό είναι στενός». 4. το θηλ. ως
ουσ. η στενή (βλ. λ.)· το ουδ. ως ουσ. το στενό (βλ. λ.). Επίρρ. στενά.
(Ακολουθούν 19 φρ.)·
- είμαι
στενός, βρίσκομαι σε οικονομική δυσχέρεια: «ήθελα πάρα πολύ να σε βοηθήσω,
αλλά τον τελευταίο καιρό είμαι πολύ στενός και δε θα μπορέσω»·
- θέλει
γαμήσι δίχως σάλιο, στενό παπούτσι και κατήφορο, βλ. λ. γαμήσι·
- με
τη στενή έννοια του όρου, βλ. λ. έννοια2·
- μου
’γινε στενό κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
- μου
’γινε στενός κορσές, βλ. λ. κορσές·
- σε
στενό οικογενειακό κύκλο, κύκλος·
- στενό
μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- στενό
περιβάλλον, βλ. λ. περιβάλλον·
- στενός
κορσές, (στη γλώσσα της φυλακής) βλ. λ. κορσές·
- τα
βρήκα στενά, αντιμετώπισα μεγάλες δυσκολίες, μεγάλα εμπόδια σε κάποια
δουλειά ή υπόθεση: «μόλις τα βρήκα στενά στη δουλειά, ζήτησα τη βοήθεια του
φίλου μου || δεν ήξερα τη δουλειά με την οποία είχα καταπιαστεί και τα βρήκα
στενά». Συνών. τα βρήκα αγγούρια / τα βρήκα ζόρικα / τα βρήκα ζόρικα τα
πράγματα / τα βρήκα μπαστούνια / τα βρήκα σκούρα / τα βρήκα σκούρα τα πράγματα
/ τα βρήκα στενά τα πράγματα·
- τα
βρήκα στενά τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα στενά·
- της
κάνω στενή πολιορκία, βλ. λ. πολιορκία·
- της
κάνω στενό μαρκάρισμα, βλ. λ. μαρκάρισμα·
- της
ξηγιέμαι στενή πολιορκία, βλ. λ. πολιορκία·
- της
ξηγιέμαι στενό μαρκάρισμα, βλ. λ. μαρκάρισμα·
- του
κάνω στενή πολιορκία, βλ. λ. πολιορκία·
- του
κάνω στενό μαρκάρισμα, βλ. λ. μαρκάρισμα·
- του
ξηγιέμαι στενή πολιορκία, βλ. λ. πολιορκία·
- του
ξηγιέμαι στενό μαρκάρισμα, βλ. λ. μαρκάρισμα.