στενό,
το, ουσ. [ουδ.
του επιθ. στενός]. 1. μικρό και στενό δρομάκι σε πόλη ή σε χωριό, στενή
πάροδος, το σοκάκι: «το σπίτι του τάδε είναι στο πρώτο στενό που θα
συναντήσεις». (Λαϊκό τραγούδι: σε τούτο το στενό, σε τούτο το
δρομάκι, ξεψύχησ’ ένας έρωτας κι εγώ πίνω φαρμάκι). 2α. στον πλ. τα
στενά, στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά ή θάλασσες: «τα στενά του Βοσπόρου ||
τα στενά των Θερμοπυλών || τα στενά της Μάγχης». (Λαϊκό τραγούδι: στα
Τρίκαλα στα δυο στενά σκοτώσανε τον Σακαφλιά). β. (στη γλώσσα
της αργκό) οι δύσκολες καταστάσεις: «έχασε ένα σωρό λεφτά στα χαρτιά και
βρίσκεται πάλι στα στενά». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, τον Μποχόρη τον εμπλέξαν στα
στενά και του τις βρέξαν και του κάναν το γκιουλέκα άιντε, και του πήραν κι
άλλα δέκα). Υποκορ. στενάκι, το·
- μ’
έβαλε στα στενά, (στη γλώσσα της αργκό) με πίεσε πάρα πολύ, με εξανάγκασε
να κάνω κάτι: «όταν μ’ έβαλε στα στενά, υποχρεώθηκα να του επιστρέψω τα δανεικά
που του χρωστούσα»· βλ. και φρ. μ’ έφερε στα στενά·
- μ’
έφερε στα στενά, (στη
γλώσσα της αργκό) με έφερε σε δύσκολη θέση: «επικαλέστηκε τη φιλία που είχε με
τον σχωρεμένο τον πατέρα μου, κι έτσι μ’ έφερε στα στενά και τον βοήθησα»· βλ.
και φρ. μ’ έβαλε στα στενά·
- πιάνω
τα στενά ή πιάνω το στενό, στήνω παγίδα μαζί με άλλους σε στενό
πέρασμα, ακροβολίζομαι μαζί με άλλους σε στενό πέρασμα: «οι άντρες έπιασαν τα
στενά και περίμεναν τον εχθρό». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ήταν ένας μόνο, δεν
ήταν ούτε δυο, μόν’ ήταν δεκαπέντε που πιάσαν το στενό)·
- τον
βάζω στα στενά, (στη γλώσσα της αργκό) τον πιέζω πάρα πολύ, τον εξαναγκάζω
να κάνει κάτι: «κάποια στιγμή τον έβαλα στα στενά κι έτσι μου επέστρεψε τα
λεφτά που μου χρωστούσε» βλ. και φρ. τον φέρνω στα στενά·
- τον
φέρνω στα στενά, (στη γλώσσα της αργκό) τον φέρνω σε δύσκολη θέση:
«επικαλέστηκα την παιδική φιλία που είχα με τον σχωρεμένο τον πατέρα του, κι
έτσι τον έφερα στα στενά και με βοήθησε». (Λαϊκό τραγούδι: η πόλη σαν τη
γόησσα, σαν την παλιά αρχόντισσα, ανάβει τα κολλιέ της. μα σαν τον
φέρνει στα στενά, τον κουβεντιάζει η μοναξιά, τον παίρνει αγκαζέ της)·
βλ. και φρ. τον βάζω στα στενά.