Αρμένης,
ο, θηλ. Αρμένισσα, η, [<αρχ. Ἀρμένιος], ο Αρμένιος·
-
έγινε η σφαγή των Αρμενίων, έγινε
μεγάλη φασαρία, προκλήθηκε μεγάλη φασαρία, μεγάλη καταστροφή: «όταν σηκώθηκαν
οι δυο παρέες και πιάστηκαν στα χέρια, έγινε η σφαγή των Αρμενίων». Αναφορά στη
γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους. Συνών. έγινε αμέρικαν μπαρ /
έγινε Βιετνάμ / έγινε Δευτέρα Παρουσία / έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / έγινε
Λίβανος / έγινε ο χαμός του Δράμαλη / έγινε Τέξας / έγινε της Κορέας·
- θα
γίνει η σφαγή των Αρμενίων, (απειλητικά
ή προειδοποιητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα προκληθεί μεγάλη φασαρία, θα
γίνει μεγάλη καταστροφή: «μην ενοχλείς τους διπλανούς μας, γιατί, αν θυμώσουν,
θα γίνει η σφαγή των Αρμενίων». Συνών. θα γίνει αμέρικαν μπαρ / θα γίνει
Βιετνάμ / θα γίνει Δευτέρα Παρουσία / θα γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / θα
γίνει Λίβανος / θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη / θα γίνει Τέξας / θα γίνει της
Κορέας.