στεναχώρια
κ.
στενοχώρια, η ουσ. [<αρχ. στενοχωρία <στενόχωρος]. 1. ψυχική
δυσφορία, λύπη, θλίψη, που προέρχεται από κάτι κακό ή δυσάρεστο: «έχει μεγάλη
στενοχώρια ο φουκαράς, γιατί είναι άρρωστος ο γιος του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ,
θα με φάει η στεναχώρια που μα ’στε χώρια, που ζούμε χώρια). 2.
δύσκολη οικονομική κατάσταση: «δεν πάει καλά η δουλειά του κι έχει μεγάλη
στεναχώρια». 3. έγνοια, σκοτούρα: «μην του μιλάς, γιατί τον τελευταίο καιρό
είναι γεμάτος στεναχώριες»·
- άλλη
στεναχώρια δεν είχα! ή άλλη στεναχώρια δεν έχω! ή άλλη στεναχώρια
δεν είχαμε! ή άλλη στεναχώρια δεν έχουμε! α. έκφραση
δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν
ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «πάρε αυτή την παραγγελία και πήγαινέ την
στο σπίτι της τάδε. -Άλλη στεναχώρια δεν είχα! Το ξέρεις πως έχω να πάω άλλες
τρεις παραγγελίες; || το βράδυ πρέπει να πάμε στο γάμο του τάδε. -Άλλη
στεναχώρια δεν είχαμε!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως
θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου
ζήτησες: «πέρνα, σε παρακαλώ, απ’ το σπίτι να πεις τη γυναίκα μου πως δε θα πάω
το μεσημέρι. -Άλλη στεναχώρια δεν έχω! Εγώ πηγαίνω προς την αντίθετη πλευρά ||
φέρε μου όπως θα έρχεσαι κι ένα πακέτο τσιγάρα. -Άλλη στεναχώρια δεν είχα. Αν
το θυμηθώ θα στο φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για
συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·
- η
στεναχώρια περνάει. -Περνάει αλλά τρυπάει, πικρή παραδοχή υπό τύπο
εσωτερικού διαλόγου πως μπορεί να περνάει η στεναχώρια, αλλά αφήνει ψυχικό
τραύμα: «μη στεναχωριέσαι, γιατί θα περάσει κι αυτή η στεναχώρια. -Η στεναχώρια
περνάει. -Περνάει αλλά τρυπάει»·
- κι
είχα μια στεναχώρια! ή κι έχω μια στεναχώρια! ή κι είχαμε μια
στεναχώρια! ή κι έχουμε μια στεναχώρια! δε με νοιάζει διόλου,
αδιαφορώ τελείως: «αν έρθει κι ο τάδε, εγώ δε θα ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια.
-Κι είχα μια στεναχώρια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό
του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι
είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- στεναχώρια!
ή στεναχώρια μου! ή στεναχώρια μας! βλ. φρ. κι είχα μια
στεναχώρια!