στέκομαι,
ρ. [<μτγν.
στέκομαι <στέκω], στέκομαι. 1. βοηθώ, συμπαραστέκομαι σε κάποιον:
«απ’ όλη την παρέα μου μόνο ο τάδε μου στάθηκε στις δυσκολίες μου». 2.
αποδεικνύομαι: «αυτό το παιδί στάθηκε άξιος γιος το πατέρα του». 3.
ανταποκρίνομαι σε αυτό που αναλαμβάνω, ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου: «δε
στάθηκε όπως έπρεπε ως διευθυντής μιας τόσο μεγάλης επιχείρησης». (Λαϊκό
τραγούδι: η αγάπη θέλει δύο για να ζεσταθεί, να παλέψει με το κρύο, να
στεριώσει, να σταθεί). 4. δεν κάνω τίποτα, αδρανώ: «εμείς
σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός στέκεται και μας κοιτάζει σαν χαζός». 5.
(για γυναίκες) δέχομαι με ευκολία να υποστώ τη σεξουαλική πράξη,
δέχομαι να γίνω αντικείμενο ικανοποίησης της ερωτικής ορμής κάποιου άντρα:
«αυτή η γυναίκα στέκεται σ’ όποιον να ’ναι». 6. στο γ΄ εν. πρόσ. και σε
ερωτηματικό τύπο στέκεται; είναι σωστό; δίκαιο; είναι πρέπον; αρμόζει;
ταιριάζει(;): «στέκεται κοτζάμ άντρας να χτυπάς μικρό παιδί; || στέκεται
επιστήμονας άνθρωπος να κάνει παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες;». Πολλές φορές,
προτάσσεται και άλλες φορές ακολουθεί τη φρ. το όχι πες μου. 7. στο
γ΄ πρόσ. αορ. στάθηκε, συνέβη: «στάθηκε κάτι μοιραίο στο δεσμό μας και
χωρίσαμε». 8. στην προστακτ. στάσου, περίμενε, άκου, περίμενε για
ν’ ακούσεις: «στάσου να σου πω κι ύστερα αποφασίζεις»· βλ. και λ. στέκω.
(Ακολουθούν 65 φρ.)·
- δε
θα στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. λ. χέρι·
- δε
θα στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια
σταυρωμένα, βλ. λ. χέρι·
- δε
μου στέκεται καλά, βλ. λ. καλός·
- δε
στέκεται, (απρόσ.) δεν είναι σωστό, δίκαιο, πρέπον, δεν αρμόζει, δεν
ταιριάζει: «δε στέκεται να ξημεροβραδιάζεσαι στα μπαρ και να πίνεις || δε
στέκεται ν’ αφήνεις το σπίτι σου να πεινά || αυτό που λες δε στέκεται»·
- δε
στέκεται καλά, βλ. λ. καλός·
- δε
στέκεται καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν
μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν
τον αφήνω να σταθεί σε χλωρό κλαρί (κλαδί), βλ. λ. κλαρί·
- εδώ
μου στάθηκε, βλ. λ. εδώ·
- εδώ
μου στέκεται, βλ. λ. εδώ·
- έπεσε
απ’ την Ακρόπολη (Λευκό Πύργο) και στάθηκε όρθιος, βλ. λ. Ακρόπολη·
- μη
στέκεσαι, μην αδρανείς, ενεργοποιήσου: «πάρε τη δουλειά και μη στέκεσαι,
γιατί θα σε προλάβει άλλος». Συνών. μην κάθεσαι·
- μου
στάθηκε, α. αποδείχτηκα πολύ τυχερός σε κάποια παράτολμη ενέργειά
μου: «έριξα όλα τα λεφτά μου σ’ αυτή την εισαγωγή απ’ το εξωτερικό και, με το
νέο νόμο που ψηφίστηκε, μου στάθηκε». β. (για γυναίκες) δέχτηκε χωρίς
την παραμικρή δυσκολία να της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «ένα καφέ την
κέρασα και μου στάθηκε». γ. μου συμπαραστάθηκε στις δύσκολες στιγμές
μου: «εσύ μπορείς να λες γι’ αυτόν τον άνθρωπο ό,τι θέλεις, αλλά ήταν ο μόνος
που μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές μου»·
- μου
στάθηκε στην πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- μου
στάθηκε στο λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- μου
στέκεται στο λαιμό ή μου στέκεται σαν τσίτα στο λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- όπου
πάει κι όπου σταθεί, βλ. λ. όπου·
- όπου
βρεθεί κι όπου σταθεί ή όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, βλ. λ. όπου·
- προσπαθεί
να σταθεί στα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
- στάθηκα
άτυχος, βλ. λ. άτυχος·
- στάθηκα
τυχερός, βλ. λ. τυχερός·
- στάθηκε
άντρας, βλ. λ. άντρας·
- στάθηκε
ο νους μου, βλ. λ. νους·
- στάθηκε
στα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
- στάθηκε
το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- στάσου
και θα δεις! (ενν. τι θα πάθεις), απειλή για τιμωρία, ιδίως με ξυλοδαρμό: «στάσου
και θα δεις τι θα πάθεις, μόλις τελειώσω απ’ τη δουλειά!»·
- στάσου
ν’ ακούσεις, περίμενε να ακούσεις αυτό που έχω να σου πω: «στάσου ν’
ακούσεις πρώτα τι θέλω να σου πω κι έπειτα φωνάζεις»·
- στάσου
να δεις, βλ. φρ. στάσου ν’ ακούσεις·
-
στάσου να σου πω, βλ.
φρ. στάσου ν’ ακούσεις·
- στάσου
στο ύψος σου, βλ. λ. ύψος·
- στέκεται
από πάνω μου σαν χάρος ή στέκεται σαν χάρος από πάνω μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκεται
βουβός σαν ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- στέκεται
καλά, βλ. λ. καλός·
- στέκεται
πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν το χάρο ή στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν
χάρος ή στέκεται σαν το χάρο πάνω απ’ το κεφάλι μου ή στέκεται
σαν χάρος πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκεται
σαν άγαλμα, βλ. λ. άγαλμα·
-
στέκεται σαν αγγούρι, βλ. λ. αγγούρι·
- στέκεται
σαν κούτσουρο, βλ. λ. κούτσουρο·
- στέκεται
σαν ξυλάγγουρο, βλ. λ. ξυλάγγουρο, βλ. λ. ξυλάγγουρο·
- στέκεται
σαν παλούκι, βλ. λ. παλούκι·
- στέκεται
σαν Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
- στέκεται
στα νύχια για καβγά, βλ. λ. νύχι·
- στέκεται
στον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- στέκομαι
ακόμη όρθιος, βλ. λ. όρθιος·
- στέκομαι
ανάμεσα στο να… (ακολουθεί ρήμα) ή όχι, βλ. λ. ανάμεσα·
- στέκομαι
δίπλα του, βλ. λ. δίπλα·
- στέκομαι
εμπόδιο (σε κάποιον), βλ. λ. εμπόδιο·
- στέκομαι
κλαρίνο, βλ. λ. κλαρίνο·
- στέκομαι
με (τα) χέρια δεμένα ή στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια, βλ. λ. χέρι·
- στέκομαι
με (τα) χέρια σταυρωμένα ή στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. λ.χέρι·
- στέκομαι
όρθιος, βλ. λ. όρθιος·
- στέκομαι
πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- στέκομαι
προσοχή, βλ. λ. προσοχή·
- στέκομαι
σούζα, βλ. λ. σούζα·
- στέκομαι
στα νύχια, βλ. λ. νύχι·
- στέκομαι
στα πανιά, βλ. λ. πανί·
- στέκομαι
στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- στέκομαι
στη σειρά, βλ. λ. σειρά·
- στέκομαι
στην τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- στέκομαι
στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- στέκομαι
(στο) πλάι του, βλ. λ. πλάι·
- στέκομαι
στο πλευρό του, βλ. λ. πλευρό·
- στέκομαι
στο ύψος μου, βλ. λ. ύψος·
- στέκομαι
στο ύψος των περιστάσεων, βλ. λ. ύψος·
- στέκομαι
στον όρκο μου, βλ. λ. όρκος·
- στο
δόντι μου στάθηκε, βλ. λ. δόντι·
- στο
λαιμό να σου σταθεί, βλ. λ. λαιμός·
- του
στάθηκα σαν πατέρας, βλ. λ. πατέρας.