στέκα,
ουσ. [<ιταλ.
stecca], η στέκα· (υποτιμητικά) άνθρωπος πολύ ψηλός και αδύνατος, ιδίως
γυναίκα: «κυκλοφορεί με μια στέκα, που, μόλις τη βλέπεις, βάζεις τα γέλια»·
- στέκα
από μπιλιάρδο ή στέκα του μπιλιάρδου, (γενικά) πολύ ψηλό και αδύνατο
άτομο: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι στέκα από
μπιλιάρδο».