στάχτη,
η, ουσ.
[<μσν. στάκτη <στακτή, θηλ. του επιθ. στακτός, με ανέβασμα του τόνου], η
στάχτη· δηλώνει πολύ μεγάλη ή τέλεια καταστροφή: «οι στάχτες του πολέμου
σκέπαζαν όλη τη χώρα». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- ας
γίνουν όλα στάχτη, βλ. φρ. να γίνουν όλα στάχτη·
- ας
γίνουν όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. φρ. να γίνουν όλα στάχτη και
μπούλμπερη·
- έγιναν
όλα στάχτη, κάηκαν τα πάντα από πυρκαγιά και, κατ’ επέκταση, καταστράφηκαν
τα πάντα: «του άφησε ο πατέρας του έτοιμη δουλειά αλλ’ αυτός δεν είχε μυαλό να
δουλέψει και σε λίγο καιρό έγιναν όλα στάχτη». (Λαϊκό τραγούδι: κλάψε σήμερα
καδιά μου, κλάψε σήμερα καρδιά μου στάχτη γίναν και γκρεμίσαν τα φτωχά
τα όνειρά μου // σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι στον ντουνιά δεν έχει γίνει, κάηκε
κι έγινε στάχτη κι έβγαλ’ ο Κεμάλ το άχτι // για το δικό σου ανάστημα
έκλεισα το κατάστημα· χαλάλι σου, μαργιόλα, κι ας γίνουν στάχτη όλα)·
-
έγιναν όλα στάχτη και μπούλμπερη, επιτείνει
την παραπάνω έννοια·
- ήταν
στάχτη στα μάτια, η ενέργεια ήταν μόνο και μόνο για να μην αντιληφθεί
κάποιος την πραγματικότητα, ήταν για εξαπάτηση, για ξεγέλασμα: «έκανε τον καλό
και τον τίμιο, αλλά ήταν στάχτη στα μάτια, για να μου φάει τα λεφτά»·
- κάνω
στάχτη (κάποιον ή κάτι), ταλαιπωρώ ερωτικά, κάνω να υποφέρει ερωτικά
κάποιον, ή κατακαίω κάτι: «τον έκανε στάχτη τον καημένο κι αυτός ακόμα την
αγαπάει! || θέλησε να κάψει κάτι ξερόχορτα και χωρίς να το θέλει έκανε στάχτη
όλο το δάσος». (Λαϊκό τραγούδι: καίγομαι εγώ για σένα μ’ έχεις κάνει
στάχτη κι έβγαλες πάνω σε μένα όλο σου το άχτι // το παλιό κρεβάτι θα το κάνω
στάχτη κι όλα τα σεντόνια για να λυτρωθώ, όλα θα τα κάψω κι ύστερα θα
κλάψω, έτσι μόνο θα σ’ εκδικηθώ)·
- να
γίνουν όλα στάχτη, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει πια τίποτα, αδιαφορώ
τελείως: «μα, αν φύγεις, θα χαλάσει όλη η δουλειά, που τη δημιουργήσαμε με τόσο
κόπο. -Να γίνουν όλα στάχτη». (Λαϊκό τραγούδι: θ’ ανάβω με τσιγάρα, θα σβήνω
με ποτά, τώρα που πήρα τη λαχτάρα, στάχτη να γίνουν όλα πια)·
- να
γίνουν όλα στάχτη και μπούλμπερη, επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- τα
κάνω όλα στάχτη, καίω, καταστρέφω τα πάντα: «βρήκε μεγάλη περιουσία απ’ τον
πατέρα του, αλλά τα ’κανε όλα στάχτη με τις παλιοπαρέες που έμπλεξε». (Λαϊκό
τραγούδι: μια γυναίκα πέρασε σαν φωτιά και λάβα κι όλα στάχτη τα ’κανε, όλα
ρημαδιό, μα τη δόλια μου καρδιά την κρατάει σκλάβα, όσα και να μου ’κανε, πάντα
τη ζητώ)·
- τα
κάνω όλα στάχτη και μπούλμπερη, επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- του
ρίχνω στάχτη στα μάτια, ενεργώ επιτήδεια για να τον εξαπατήσω, για να τον
ξεγελάσω: «εγώ θα βρω τον τρόπο να του ρίξω στάχτη στα μάτια, για να του πάρω
τη δουλειά».