σταυροπόδι,
το, ουσ.
[<σταυρο- + πόδι]. 1. τρόπος καθίσματος στο έδαφος ή στον καναπέ με
σταυρωμένα τα πόδια: «το σταυροπόδι για πολλούς είναι ένα άνετο κάθισμα. 2.
ως επίρρ., με τα πόδια ενωμένα χιαστί: «κάθισαν όλοι σταυροπόδι γύρω απ’ τη
φωτιά του κλήδονα»·
- κάθομαι
σταυροπόδι, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε απ’ το πρωί
στη δουλειά κι αυτός μας βλέπει και κάθεται σταυροπόδι». Από το ότι για πολλούς
το σταυροπόδι είναι ένα άνετο κάθισμα·
- τη
βγάζω σταυροπόδι, ζω χωρίς κόπους και σκοτούρες, ζω ζωή άνετη: «απ’ τη μέρα
που του ’πεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου, τη βγάζει σταυροπόδι»·
- περνώ
σταυροπόδι ή την περνώ σταυροπόδι, βλ. συνηθέστ. τη βγάζω
σταυροπόδι.