σταράτος,
-η, -ο, επίθ. [;].
1. που είναι ευθύς, ειλικρινής, τίμιος, ντόμπρος, σαφής, ξεκάθαρος,
κατηγορηματικός: «σταράτος άνθρωπος». Επίρρ. σταράτα, χωρίς υπεκφυγές,
απερίφραστα, ξεκάθαρα: «του τα ’πε σταράτα». (Λαϊκό τραγούδι: σταράτα πάντα
εγώ μιλώ, δυο κουβεντούλες θα σου πω, να κάνεις πάντα ό,τι εγώ γουστάρω και θα
’μαι άνανδρος κι εγώ αν δε σε πάρω)·
- λόγια
σταράτα ή λόγια ντόμπρα και σταράτα, βλ. λ. λόγος·
- μιλώ
σταράτα, μιλώ με ειλικρίνεια, με ευθύτητα, κατηγορηματικά, και για
περισσότερη έμφαση μιλώ ντόμπρα και σταράτα. (Λαϊκό τραγούδι: ποιος
είν’ αυτός που σε κοιτά με την καφέ γραβάτα, άσε τα λόγια τα πολλά και μίλα
μου σταράτα)·
- σταράτες
κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- τα
λέω σταράτα, μιλώ με ειλικρίνεια, με ευθύτητα, κατηγορηματικά: «δεν έχει να
φοβηθεί κανέναν, γι’ αυτό τα λέει πάντα σταράτα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ ποτέ
δεν αγαπώ, σταράτα σου το λέω και αν εσύ μ’ αγάπησες, για πες μου
εγώ τι φταίω). Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση λέγεται τα λέω
ντόμπρα και σταράτα.