άρμα,
το, ουσ.
[<μσν. ἄρμα <λατιν. arma (= όπλα)], συνήθως στον πλ. τα άρματα, τα όπλα: «τα παλικάρια πήραν τ’
άρματά τους και βγήκαν στο βουνό»·
-
εκεί που κρεμούσαμε τ’ άρματα κρεμάμε τις κολοκύθες, βλ. λ. κολοκύθα·
-
παίρνω τ’ άρματα, ξεσηκώνομαι,
επαναστατώ: «το 1821 οι Έλληνες πήραν τ’ άρματα εναντίον των Τούρκων»·
-
ρίχνω τ’ άρματα, εγκαταλείπω
τον ένοπλο αγώνα, παραδίνομαι: «ο εχθρός έριξε τ’ άρματα και παραδόθηκε στους
στρατιώτες μας»·
- στ’
άρματα! στα
όπλα(!): «μέσα στη ησυχία της νύχτας ακούστηκε η δυνατή φωνή του σκοπού: στ’
άρματα!». (Αντάρτικο τραγούδι: στ’
άρματα, στ’
άρματα εμπρός στον αγώνα για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά)·
- τ’
άρματα μάχης, το
προφυλακτικό, η καπότα: «τώρα με το έιτζ, κάθε φορά που βγαίνει ραντεβού με τη
γκόμενά του, έχει μαζί του και τ’ άρματα μάχης».