στάνη,
η, ουσ.
[<σλαβ. stan], η στάνη· χώρος, ιδίως κλειστός, που είναι βρόμικος και ακατάστατος:
«είναι τόσο τσαπατσούλικο παιδί, που έχει πάντα το δωμάτιό του σαν στάνη». Από
την εικόνα της στάνης που είναι ακατάστατη και βρόμικη·
- αρνί
που φεύγει απ’ τη στάνη, το τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- αυτή
η στάνη αυτό το τυρί βγάνει, ανάλογα με τις συναναστροφές, με το περιβάλλον
στο οποίο έζησε ή ζει κανείς είναι και οι πράξεις του, ή ανάλογα με τις
δυνατότητές του είναι και οι ενέργειές του, η προσφορά του: «αφού έμπλεξε με
αλήτες αλητείες θα κάνει, γιατί αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει || μη ζητάς
παραπάνω, γιατί αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει».