στάμπα,
η, ουσ.
[<μσν. στάμπα <ιταλ. stampa]. 1. σημάδι, αποτύπωμα: «είχε γεμίσει
παντού το κρύσταλλο της βιτρίνας με στάμπες απ’ τα χέρια του». (Λαϊκό τραγούδι:
τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει όποτε ακούω από τότε ακορντεόν. Κι
έχει σα στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει «Δε θα περά- Δε θα περάσει ο
φασισμός»).2. η ηθική κηλίδα, η κοινωνική κηλίδα: «με τέτοια
στάμπα στο μητρώο σου δε θα μπορέσεις να ξαναβρείς δουλειά». 3.
χρωματιστό σχέδιο αποτυπωμένο επάνω σε ύφασμα: «φορούσε ένα φόρεμα που είχε
στάμπες από διάφορα λουλούδια». 4. το τατουάζ: «είχε όλο του το κορμί
γεμάτο με στάμπες»·
- αφήνω
τη στάμπα μου, βλ. συνηθέστ. βάζω τη στάμπα μου·
-
βάζω τη στάμπα μου, επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, ιδίως ξεπαρθενεύω
γυναίκα: «σ’ αυτή τη γυναίκα έβαλα τη στάμπα μου απ’ τον καιρό που ήταν ακόμα
μαθήτρια»· βλ. και φρ. βάζω τη σφραγίδα μου, λ. σφραγίδα·
- τον
έχουν στάμπα, είναι πασίγνωστος: «τον έχουν στάμπα στην αγορά, γιατί είναι
απ’ τους πιο παλιούς εμπόρους». (Τραγούδι: οι τρεις καμπαλέρος, γνωστοί
Στουμπακέρος κι οι τρεις πάντα στο ίδιο το μέρος, σε όλη την πάμπα μας
έχουνε στάμπα και λένε καράμπα οι τρεις καμπαλέρος)·
- του
κολλώ τη στάμπα, α. του προσάπτω μια κακιά ιδιότητα: «του κόλλησαν
τη στάμπα του χαρτοκλέφτη και δεν παίζει κανένας μαζί του χαρτιά». β.
διαδίδω πως ανήκει σε κάποιο πολιτικό κόμμα ή οργάνωση: «παλιότερα, όταν του
κολλούσαν κάποιου τη στάμπα του κομμουνιστή, δύσκολα μπορούσε να βρει δουλειά».