σταλαματιά
κ. σταλαγματιά,
η, ουσ. [<σταλάζω], η σταγόνα που πέφτει: «οι σταλαγματιές της βροχής
χτυπούσαν με δύναμη πάνω στο τζάμι». (Λαϊκό τραγούδι: σταλαγματιά σταλαγματιά
στάζουν τα δάκρυά μου, γιατί προδόθηκαν σκληρά όλα τα όνειρά μου)·
- σταλα(γ)ματιά
σταλα(γ)ματιά γεμίζει η στάμνα η βαθιά, η επιτυχία και ο πλούτος
αποκτιούνται με υπομονή, συνεχείς προσπάθειες και συστηματική αποταμίευση: «αν
θέλεις να προκόψεις στη ζωή σου, χρειάζεται μεγάλος αγώνας και σωστή διαχείριση,
γιατί σταλαγματιά σταλαματιά γεμίζει η στάμνα η βαθιά».