στάλα,
η, ουσ.
[<σταλάζω (υποχωρητ.)], η σταγόνα. (Λαϊκό τραγούδι: πέφτουν της βροχής οι
στάλες κι εγώ κάθομαι στις σκάλες)· ως επίρρ., καθόλου, τίποτα. (Λαϊκό
τραγούδι: σ’ αγαπώ σαν αμαρτία σε μισώ σα φυλακή, κόψε με αν θες στα τρία,
στάλα αίμα δε θα βγει). Υποκορ. σταλίτσα, η (βλ. λ.)·
- δεν
έχει στάλα…, δηλώνει παντελή έλλειψη κάποιου πράγματος: «δεν έχει στάλα
ευγένειας || δεν έχει στάλα κακία || δεν έχει στάλα καλοσύνης». Συνών. δεν
έχει δράμι… / δεν έχει ίχνος… / δεν έχει σταλιά(…)·
- μια
στάλα, α. λίγο, για λίγο: «άφησέ με να κοιμηθώ μια στάλα ||
ξεκουράστηκα μια στάλα κι ύστερα συνέχισα πάλι τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: πάμε
γι’ άλλα, πάμε γι’ άλλα, δε μ’ αγάπησες μια στάλα). β. (για
υγρά)κάτι το ελάχιστο: «δώσε μου να πιω μια στάλα νερό, γιατί
κοράκιασα».
- ούτε
στάλα ή ούτε μια στάλα, α. (για υγρά) καθόλου, τίποτα: «ο
γιατρός μου απαγόρεψε το ποτό, γι’ αυτό δεν πίνω ούτε στάλα». Συνών. ούτε
σταγόνα ή ούτε μια σταγόνα / ούτε σταλιά ή ούτε μια σταλιά. (α). β.
(γενικά) ούτε για λίγο χρονικό διάστημα: «δε μ’ άφησε ούτε μια στάλα να
ησυχάσω». Συνών. ούτε σταλιά ή ούτε μια σταλιά (β)·
- στάλα
με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι, με την επιμονή και την υπομονή, με τη
συνεχή προσπάθεια, φτάνουμε στο ποθητό αποτέλεσμα, στην επιτυχία: «δεν προκόβει
κανείς τόσο γρήγορα στη ζωή του, όσο φαντάζεσαι, αγόρι μου, γιατί στάλα με
στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι». Συνών. κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα
κούτσα πάει στην πόλη / το ήσυχο το νερό τρυπάει το βουνό·
- στάλα
στάλα, α. (για υγρά) σε σταγόνες: «το νερό έπεφτε απ’ τη βρύση στάλα
στάλα». (Λαϊκό τραγούδι: θα πληρώσω με δάκρυ την αγάπη σου, θα πληρώσω με
αίμα που σε πήρα, στάλα στάλα θα πίνω το φαρμάκι σου και στον ήλιο εγώ
δε θα ’χω μοίρα). β. (γενικά)λίγο λίγο, σιγά σιγά: «στάλα
στάλα προχωράει η δουλειά». γ. σε μικρές δόσεις: «οι αυξήσεις, ειδικά
στις συντάξεις, δίνονται στάλα στάλα». (Λαϊκό τραγούδι: μάτια μου μεγάλα
μάτια μελαγχολικά ήπια στάλα στάλα τα βαθιά σας μυστικά).