στάδιο,
το, ουσ.
[<αρχ. στάδιον], το στάδιο·
-
ανοίγεται στάδιον δόξης λαμπρόν, βλ.
φρ. ανοίγεται πεδίον δόξης λαμπρό(ν), λ. πεδίο·
-
βρίσκομαι στο τελευταίο στάδιο, βλ.
συνηθέστ. είμαι στο τελικό στάδιο·
-
βρίσκομαι στο τελικό στάδιο, βλ.
φρ. είμαι στο τελικό στάδιο·
-
είμαι στο τελευταίο στάδιο, βλ.
συνηθέστ. είμαι στο τελικό στάδιο·
-
είμαι στο τελικό στάδιο, είμαι
στην τελευταία φάση μιας προσπάθειας: «είμαι στο τελικό στάδιο της ολοκλήρωσης της
δουλειάς».