σταγόνα,
η, ουσ.
[<αρχ. σταγών], η σταγόνα. 1. ελάχιστη ποσότητα ιδίως υγρού: «δώσε
και σε μένα να πιω μια σταγόνα». 2. στον πλ. οι σταγόνες, λέγεται
για φάρμακο, που η χορηγούμενη δόση στον ασθενή μετριέται με σταγόνες, και αυτό
το ίδιο το φάρμακο: «ο πατέρας μου, κάθε φορά που του πονούσε το στομάχι του, έπαιρνε
είκοσι σταγόνες μπελαντόνα μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό || μην ξεχάσεις να πάρεις
τις σταγόνες σου!»·
- δεν
άφησε σταγόνα, (για χρήματα ή περιουσία) σπατάλησε ολοκληρωτικά: «έκανε
πολύ σπάταλη ζωή κι απ’ την περιουσία του δεν άφησε σταγόνα». Από την εικόνα
του ατόμου που πίνει ολοκληρωτικά το περιεχόμενο του ποτηριού του. Συνών. δεν
άφησε άντερο / δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο / δεν άφησε κουκούτσι / δεν άφησε λέπι
/ δεν άφησε ρουθούνι / δεν άφησε σάλιο / δεν άφησε σπυρί / δεν άφησε φλούδα·
- δεν
έμεινε σταγόνα, α. (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλήθηκε
ολοκληρωτικά: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με παλιοπαρέες, δεν έμεινε σταγόνα απ’
την περιουσία του». β.(για εμπορεύματα) εξαντλήθηκε, πουλήθηκε,
καταναλώθηκε όλο: «είχε τόση ζήτηση το εμπόρευμα που έφερα, που δεν έμεινε
σταγόνα». Συνών. δεν έμεινε άντερο / δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο / δεν έμεινε
κουκούτσι / δεν έμεινε λέπι / δεν έμεινε σάλιο / δεν έμεινε σπυρί / δεν έμεινε
φλούδα·
- η
σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, το
τελευταίο από μια σειρά αρνητικών γεγονότων που ανεχόταν κάποιος, και που τον
κάνει να χάσει την υπομονή του και να εκδηλώσει την αντίδρασή του: «το που τον
έπιασε με την γκόμενα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, γιατί τα μάζεψε
και πήγε στη μάνα της»·
- μοιάζουν
σαν δυο σταγόνες νερό, τα άτομα ή τα πράγματα για τα οποία γίνεται λόγος,
είναι εντελώς όμοια μεταξύ τους: «δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αυτά τα δυο αδέρφια,
γιατί μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό || τ’ αυτοκίνητά τους μοιάζουν σαν δυο
σταγόνες νερό»·
- ούτε
σταγόνα ή ούτε μια σταγόνα, (για υγρά) καθόλου, τίποτα: «ο γιατρός
μου απαγόρεψε το ποτό και δεν πίνω ούτε σταγόνα». (Λαϊκό τραγούδι: και στο
σπίτι δεν υπάρχει ούτε μια σταγόνα λάδι, τόσα στόματα πώς ζούνε πρωί, μεσημέρι,
βράδυ;). Συνών. ούτε στάλα ή ούτε μια στάλα (α) / ούτε σταλιά ή
ούτε μια σταλιά (α)·
- σταγόνα
σταγόνα, (για υγρά) κατά ελάχιστες ποσότητες: «το καλοκαίρι το νερό απ’ τη
βρύση έσταζε σταγόνα σταγόνα»·
- σταγόνα
στον ωκεανό, εντελώς λίγο, εντελώς ασήμαντο σε σχέση με κάτι άλλο: «είναι
τόσο πλούσιος άνθρωπος, που γι’ αυτόν οι πενήντα χιλιάδες ευρώ είναι σταγόνα
στον ωκεανό».