σπουδαίος,
-αία, -αίο, επίθ.
[<αρχ. σπουδαῖος <σπουδή], σπουδαίος. 1α. που είναι πολύ καθώς
πρέπει, που είναι πολύ εντάξει: «σπουδαίος άνθρωπος». β. (ειρωνικά) το εντελώς
αντίθετο: «όσο για τον τάδε, τι να σου πω, σπουδαίος άνθρωπος! || μπράβο, ρε,
σπουδαίος φίλος είσαι, που μ’ άφησες αβοήθητο! || σπουδαία δικαιολογία βρήκες
πάλι για την πρωινή σου αργοπορία!». 2. το ουδ. ως ουσ. το σπουδαίο, το
ενδιαφέρον, το σημαντικό μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «το σπουδαίο σ’ αυτή τη
δουλειά είναι πως μπορεί να γίνει με ελάχιστα χρήματα! || δεν έγινε τίποτα το
σπουδαίο, όσο έλειπες || είναι συγγραφέας, αλλά τίποτα το σπουδαίο». Επίρρ. σπουδαία,
πάρα πολύ καλά: «πέρασα σπουδαία στην εκδρομή που πήγα». (Ακολουθούν 16
φρ.)·
- εις
αύριον τα σπουδαία, βλ. λ. αύριο·
- κάνει
τον σπουδαίο, φαντάζεται ή προσποιείται ότι είναι αξιόλογος, σημαντικός και
συμπεριφέρεται με τον ανάλογο τρόπο: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο,
κάνει τον σπουδαίο»·
- περνάει
για σπουδαίος ή περνιέται για σπουδαίος, θεωρεί τον εαυτό του
αξιόλογο, σημαντικό: «απ’ τη μέρα που πήρε την προαγωγή του, περνάει για
σπουδαίος»·
- σπουδαία
ανακάλυψη! βλ. λ. ανακάλυψη·
- σπουδαία
δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- σπουδαία
δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- σπουδαία
εφεύρεση! βλ. λ. εφεύρεση·
- σπουδαία
κυρία! βλ. λ. κυρία·
- σπουδαία
τα λάχανα! βλ. λ. λάχανο·
- σπουδαίο
πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- σπουδαίο
πράγμα να…, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- σπουδαίο
πρόσωπο! ή σπουδαίο το πρόσωπο! βλ. λ. πρόσωπο·
- σπουδαίο
πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- σπουδαίο
υποκείμενο! βλ. λ. υποκείμενο·
- σπουδαίο
φρούτο, βλ. λ. φρούτο·
- σπουδαίος
κύριος! βλ. λ. κύριος.