σπιρούνι,
το, ουσ.
[<ιταλ. spirone], το σπιρούνι·
- για
τ’ άλογο που τρέχει, δε χρειάζονται σπιρούνια, για τον ικανό και φιλότιμο
άνθρωπο, δε χρειάζονται προτροπές για να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή υπόθεση
που έχει αναλάβει, δε χρειάζονται προτροπές για να δουλέψει: «αυτόν μην τον
ενοχλείς, γιατί δουλεύει με όρεξη και για τ’ άλογο που τρέχει, δε χρειάζονται
σπιρούνια». Από το ότι με τα σπιρούνια του ο αναβάτης κεντρίζει τα πλευρά του
αλόγου του για να τρέξει πιο γρήγορα.