αρκούδι,
το, ουσ.
[<μσν. ἀρκούδιν, υποκορ. του μτγν. ἄρκος <αρχ. ἄρκτος], το αρκούδι·
- νηστικό
αρκούδι δε χορεύει, α. όποιος πεινάει, δεν μπορεί να δουλέψει ή δεν
αποδίδει όπως θα έπρεπε: «κατεβάζει ένα αρνί στην καθισιά, γιατί νηστικό
αρκούδι δε χορεύει». β. δεν μπορεί να ξεκινήσει κάποιος μια δουλειά, μια
προσπάθεια όταν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, ή δεν πρέπει να
περιμένουμε αξιόλογες υπηρεσίες από κάποιον, όταν δεν τον αμείβουμε
ικανοποιητικά: «αν δε με πληρώσεις αυτά που σου ζητάω, θα παρατήσω τη δουλειά,
γιατί νηστικό αρκούδι δε χορεύει». γ. δεν έχει όρεξη για διασκεδάσεις
αυτός που στερείται βασικά πράγματα στη ζωή του: «με τη φτώχεια που με δέρνει
δεν έχω τη διάθεση να διασκεδάσω, γιατί νηστικό αρκούδι δε χορεύει». Αναφορά
στην αρκούδα του αρκουδιάρη. Συνών. αν δε λαδώσεις τον τροχό, δε γυρίζει·
- πεινασμένο
αρκούδι δε χορεύει, βλ. συνηθέστ. νηστικό αρκούδι δε χορεύει.