σπικάρισμα,
το, ουσ. [από το
θέμα αορ. του ρ. σπικάρω + κατάλ. -μα]. 1. η γνώση μιας ξένης γλώσσας,
ιδίως η μετάφρασή της προφορικά σε κάποιον ή κάποιους: «λες ότι ξέρεις αγγλικά,
αλλά τα σκότωσες στο σπικάρισμα». 2. η αναμετάδοση από το ραδιόφωνο ή
την τηλεόραση αθλητικού αγώνα: «στο σπικάρισμα του αγώνα ήταν ο Γιάννης
Διακογιάννης»·
- κάνω
σπικάρισμα, βλ. λ. σπικάρω.