σπεσιαλιτέ,
η, άκλ. ουσ.
[<γαλλ. specialité], οτιδήποτε παρασκευάζεται με ιδιαίτερο και επιτυχημένο
τρόπο, ιδίως φαγητό ή γλύκισμα: «η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού είναι μπιντόκ αλά
ρους || είναι ένα μαγαζί που προσφέρει διάφορες σπεσιαλιτέ». Ακούγεται και
λανθασμένα το σπεσιαλιτέ·
- είναι
η σπεσιαλιτέ μου, λέγεται για οτιδήποτε κάνω με ιδιαίτερο και επιτυχημένο
τρόπο: «είναι η σπεσιαλιτέ μου να χτυπώ φάουλ έξω απ’ τη μεγάλη περιοχή ||
είναι η σπεσιαλιτέ μου τα μακαρόνια με κιμά»·
- έχει
τη σπεσιαλιτέ του, έχει την ιδιαίτερη γνώση ή τον τρόπο να κατασκευάζει
κάτι με μεγάλη επιτυχία: «μας σέρβιρε να φάμε ένα φρικασέ, που ήταν να γλείφεις
και τα δάχτυλά σου. -Έχει τη σπεσιαλιτέ του».