αρκούδα,
η, ουσ.
[<μσν. ἀρκούδα <ἀρκούδιον, υποκορ. του μτγν. ἄρκος <αρχ. ἄρκτος], η
αρκούδα. 1. γυναίκα μεγαλόσωμη και άχαρη: «χώρισε την τάδε, που ήταν σαν
μπιμπελό, και πήγε και τα ’φτιαξε μ’ αυτή την αρκούδα». 2. άντρας
μεγαλόσωμος και τριχωτός: «μόνο που βλέπεις αυτή την αρκούδα, τρομάζεις, κι εσύ
μου λες να μαλώσω μαζί του!». 3. χαρακτηρισμός της πρώην Σοβιετικής
Ένωσης ως αντίπαλο δέος των Η.Π.Α.: «αν υπήρχε σήμερα η αρκούδα, δε θα υπήρχε
πλανητάρχης». 4. (και για τα δυο φύλα) λέγεται και με υποτιμητική ή
υβριστική διάθεση: «α, μωρή αρκούδα, πάρε δρόμο από δω». (Λαϊκό τραγούδι: κι
εσύ αρκούδα μαλλιαρή με τα στραβά ποδάρια, που βάζεις βρε τα μούτρα σου
με μας τα παλικάρια). Υποκορ. αρκουδάκι, το και αρκουδίτσα, η·
- αντί
για λαγό, έβγαλε αρκούδα (ενν. το κυνηγετικό σκυλί), λέγεται στην περίπτωση
που, ενώ περιμένουμε, ενώ προσπαθούμε για κάτι καλό, μας βρίσκει, μας έρχεται
το χειρότερο: «είχα μεγάλη ατυχία που έχασα τη δουλειά γιατί, δεν ξέρω τι έγινε
την τελευταία στιγμή κι αντί για λαγό έβγαλε αρκούδα»·
- έπεσε
το γέλιο της αρκούδας, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε
το ξύλο της αρκούδας, βλ. λ. ξύλο·
- έφαγε
το ξύλο της αρκούδας, βλ. λ. ξύλο·
- έχουμε
την αρκούδα και ψάχνουμε τα ίχνη της, λέγεται στην περίπτωση που
κατατριβόμαστε με μικρολεπτομέρειες, ενώ το πρόβλημα είναι ολοκάθαρα μπροστά μας.
Από το αρχαϊστικό ἄρκτου παρούσης τά ἴχνη ζητεῖ·
- ιστορίες
γι’ αρκούδες ή ιστορίες με αρκούδες, βλ. λ. ιστορία·
- κάνει
αρκούδες, κάνει ανοησίες, βλακείες, συμπεριφέρεται γελοία: «δεν τον παίρνουμε
πια μαζί μας, γιατί, όπου πάμε, κάνει αρκούδες και γινόμαστε ρεζίλι». Αναφορά
στην αρκούδα του αρκουδιάρη που με τα καμώματά της κάνει τον κόσμο να γελάει·
- της
αρκούδας άμα βγάλεις το χαλκά, βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια, μόνο όταν δώσεις την ελευθερία σε
έναν άνθρωπο, θα μπορέσεις να καταλάβεις ποιος είναι ο πραγματικός του
χαρακτήρας, αν είναι καλός ή κακός: «μην κοιτάς που σε προσέχει τώρα που είναι
υπάλληλός σου και λέει πως σ’ αγαπάει, γιατί, της αρκούδας άμα βγάλεις το χαλκά,
βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια».