αρκεί,
απρόσ. ρ.
[<αρχ. ἀρκῶ], είναι αρκετό, δε θέλει άλλο, δε χρειάζεται άλλο, φτάνει: «θέλεις
να σου βάλω ακόμη λίγο φαγητό; -Αρκεί». (Λαϊκό τραγούδι: δε λογαριάζω τα
λεφτά κάντε μου το χατίρι, αρκεί το βασανάκι μου να βγει στο παραθύρι)·
-
αρκεί να…, με
την προϋπόθεση να…: «θα πάω σ’ αυτό το μέρος, αρκεί να ’ρθεις κι εσύ μαζί μου»·
-
αρκεί που το λες, βλ.
φρ. αρκεί που το ’πες·
-
αρκεί που το ’πες, αρνητική
έκφραση σε κάποιον που προσφέρεται να μας βοηθήσει, αλλά που η πρότασή του αυτή,
μας ευχαριστεί, μας ικανοποιεί: «αν έχεις ανάγκη από λεφτά να σου δώσω. -Αρκεί
που το ’πες».