σπάσιμο,
το, ουσ. [από το
θέμα αορ. του ρ. σπάω + κατάλ. -ιμο], το σπάσιμο. 1. κάταγμα οστού: «έχω
ένα παλιό σπάσιμο στο χέρι μου και, κάθε φορά που με πονάει, είμαι σίγουρος πως
θ’ αλλάξει ο καιρός». 2. έντονος εκνευρισμός καθώς και αυτό που τον
προκαλεί: «ήταν μεγάλο σπάσιμο γι’ αυτόν η ακύρωση της παραγγελίας από τον
πελάτη του». 3. η κακή ψυχολογική κατάσταση ατόμου που δημιουργείται από
το λόγο, τη χειρονομία ή την ενέργεια κάποιου: «αυτός ο άνθρωπος είναι μάνα στο
σπάσιμο». 4. σωματική ή ψυχική κατάπτωση: «είχε τέτοιο σπάσιμο ο
άνθρωπος, που τρόμαξα να τον αναγνωρίσω». 5. αθέτηση λόγου, δέσμευσης ή
συμφωνίας: «το σπάσιμο του συμβολαίου από το συνεταίρο του του δημιούργησε
μεγάλα προβλήματα»·
- για
σπάσιμο, μόνο και μόνο για να εκνευρίσω κάποιον: «αντιδρούσα για σπάσιμο σ’
ό,τι κι αν έλεγε». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι·
-
κάνω σπάσιμο, (για
τάβλι) βγάζω πούλι μου πάνω από πιασμένο αντίπαλο πούλι: «πρέπει να κάνω
σπάσιμο, γιατί δεν έχω άλλη κίνηση»·
- σπάσιμο
επιταγής, εξόφληση πριν από την αναγραφόμενη ημερομηνία λήξης με κάποιο
κέρδος γι’ αυτόν που την προεξοφλεί και με κάποια χασούρα γι’ αυτόν που τη
δίνει για προεξόφληση: «σε κάθε σπάσιμο επιταγής που κάνει κερδίζει πάνω από
δέκα τοις εκατό»·
- σπάσιμο
θέλει το κεφάλι μου, είμαι ο κύριος αίτιος για τη δύσκολη κατάσταση στην
οποία έχω περιέλθει, είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου. (Λαϊκό
τραγούδι: μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το
κεφάλι μου)·
- σπάσιμο
νεύρων, η δοκιμασία των νεύρων από μεγάλο εκνευρισμό: «παρακολουθήσαμε ένα
τόσο κουλτουριάρικο έργο, που ήταν σκέτο σπάσιμο νεύρων»·
- σπάσιμο
τιμών, πώληση εμπορεύματος σε τιμή πολύ μικρότερη από την κανονική: «αυτό
το μαγαζί δεν κάνει εκπτώσεις, κάνει σπάσιμο τιμών»·
- το
σπάσιμο της μέσης, βλ. λ. μέση·
- το
σπάσιμο του καπνού, βλ. λ. καπνός2·
- του
κάνω σπάσιμο, του δημιουργώ με λόγο, χειρονομία ή ενέργειά μου κακή
ψυχολογική κατάσταση: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, κάθε φορά που
τον συναντώ, βρίσκω ένα τρόπο και του κάνω σπάσιμο»·
- του
κάνω σπάσιμο νεύρων, ακολουθώ τέτοια τακτική ή ενεργώ με τέτοιο τρόπο, με
σκοπό να του δημιουργήσω μεγάλο εκνευρισμό: «κάποτε δε μου φέρθηκε καθόλου καλά
κι από τότε έχω βρει ένα τρόπο και του κάνω σπάσιμο νεύρων».