σπαρτιάτικα,
επίρρ. [του
επιθ. σπαρτιάτικος], σύμφωνα με τον τρόπο ζωής των Σπαρτιατών·
- ζω
σπαρτιάτικα, βλ. φρ. τη βγάζω σπαρτιάτικα·
- τη
βγάζω σπαρτιάτικα, ζω λιτά, στερημένα, φτωχικά: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω
οι δουλειές του, τη βγάζει σπαρτιάτικα». Αναφορά στο λιτό τρόπο ζωής των
αρχαίων Σπαρτιατών·
- την
περνώ σπαρτιάτικα, βλ. συνηθέστ. τη βγάζω σπαρτιάτικα.