σπαρίλα,
η, ουσ.
[<σπάρος + κατάλ. -ίλα], η ακεφιά για δουλειά, για εργασία, η τεμπελιά, η
βαριεστημάρα, η μουργέλα: «είναι γνωστός για τη σπαρίλα του σ’ όλη την
περιφέρεια»·
- έχω
σπαρίλα ή έχω σπαρίλες, βαριέμαι να κάνω οτιδήποτε: «όταν έχει
σπαρίλες αυτός ο άνθρωπος, δε λέει να κουνήσει ούτε το μικρό του το δαχτυλάκι».
Στον τύπο έχω μια σπαρίλα! ή έχω κάτι σπαρίλες! επιτείνει την
έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι σπαρίλα! ή μα τι
σπαρίλες(!)·
- με
δέρνει σπαρίλα ή με δέρνουν οι σπαρίλες, κατέχομαι από μεγάλη ακεφιά
για οποιαδήποτε δουλειά, για οποιαδήποτε εργασία: «όταν με δέρνουν οι σπαρίλες,
καλύτερα να πεθάνω απ’ την πείνα παρά να δουλέψω». Στον τύπο με δέρνει μια
σπαρίλα! ή με δέρνουν κάτι σπαρίλες! επιτείνει την έννοια και η φρ.
κλείνει πολλές φορές με το μα τι σπαρίλα! ή μα τι σπαρίλες(!)·
- με
πιάνει σπαρίλα ή με πιάνουν οι σπαρίλες, βλ. φρ. με δέρνει
σπαρίλα.