σπάργανα,
τα, ουσ. [πλ του
αρχ. ουσ. σπάργανον], οι φασκιές με τις οποίες περιτυλίγουν το βρέφος: «τύλιξε
καλά το μωρό στα σπάργανα για να μην κρυώσει»·
- βρίσκομαι
στα σπάργανα, βρίσκομαι στην αρχή, στο ξεκίνημα μιας προσπάθειας, έχω μόλις
δημιουργήσει κάτι: «κάνω κάτι σχέδια για μια καινούρια δουλειά, αλλά βρίσκομαι
στα σπάργανα ακόμα || άνοιξα μια καινούρια δουλειά, αλλά δεν έχω ακόμα
απολαβές, γιατί βρίσκομαι στα σπάργανα»·
- είμαι
στα σπάργανα, βλ. φρ. βρίσκομαι στα σπάργανα·
- στα
σπάργανα, σε βρεφική ηλικία: «έχει ένα κοριτσάκι δέκα χρονών κι ένα αγοράκι
στα σπάργανα».