σπανακόπιτα,
η, ουσ.
[<σπανάκι + πίτα], η σπανακόπιτα·
- γίνομαι
σπανακόπιτα, α. μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι
μου γίνεται από το μεθύσι: «μόλις πιω κάνα δυο ποτηράκια παραπάνω, γίνομαι
σπανακόπιτα». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι. β. πέφτω
θύμα δυστυχήματος και παθαίνω μεγάλη σωματική ζημιά, παθαίνω πολλαπλά
κατάγματα: «ήταν τόσο δυνατή η τράκα, που, όσοι ήμασταν μέσα στ’ αυτοκίνητο,
γίναμε σπανακόπιτα». Από την εικόνα της σπανακόπιτας που δίνει την εντύπωση πως
το σπανάκι είναι λιωμένο·
- έγιναν
σπανακόπιτα, μάλωσαν άγρια, αντάλλαξαν πολλά και ισχυρά χτυπήματα σε
συμπλοκή: «από καιρό είχαν σοβαρές διαφορές και, μόλις συναντήθηκαν, έγιναν
σπανακόπιτα»·
- είμαι
σπανακόπιτα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται
από το μεθύσι: «βοήθησέ με να πάω μέχρι το σπίτι, γιατί είμαι σπανακόπιτα». Για
συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- τον
κάνω σπανακόπιτα, α. τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον
κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως ήταν γερό ποτήρι,
αλλά, μόλις καθίσαμε κι αρχίσαμε να πίνουμε, μέσα σε λίγη ώρα τον έκανα
σπανακόπιτα». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι. β. τον
δέρνω άγρια, τον σπάω στο ξύλο: «από καιρό μου καθόταν στο στομάχι αυτός ο
τύπος και, με την πρώτη ευκαιρία που μου ’δωσε, τον έκανα σπανακόπιτα»·
- φτιάχνω
τη σπανακόπιτα, (στη γλώσσα της αργκό) κανονίζω τις λεπτομέρειες μιας
δουλειάς: «τη δουλειά αυτή θα την κάνουμε συνεταιρικά, αλλά μη βιάζεσαι, γιατί
πρέπει πρώτα να φτιάξω τη σπανακόπιτα». Από την εικόνα της νοικοκυράς που
υπολογίζει τις ακριβείς δόσεις των υλικών που χρειάζονται για τη σπανακόπιτα.