σπαθί,
το, ουσ.
[<μσν. σπαθίν <μτγν. σπαθίον <σπάθιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σπάθη],
το σπαθί. 1. (στη γλώσσα της αργκό) πολύ μεγάλο μαχαίρι: «οι
κουτσαβάκηδες κυκλοφορούσαν έχοντας πάντα μια δίκοπη χωστή στο ζωνάρι και πολύ
σπάνια έφεραν μαζί τους σπαθί». (Λαϊκό τραγούδι: σε μένα δεν περνούν αυτά
και κρύψε το σπαθί σου, γιατί μαστούρης θα γινώ και θα ’ρθω στο τσαρδί
σου). 2. μια από τις τέσσερις φυλές των παιγνιόχαρτων με διακριτικό
στίγμα το τριφύλλι: «δέκα σπαθί || ντάμα σπαθί». 3. ως επίρρ. (για
πρόσωπα) ειλικρινά, τίμια, ντόμπρα, με ειλικρίνεια, με τιμιότητα: «δεν υπάρχουν
πολλά άτομα σπαθί σαν τον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: με αυτά που μας σκαρώνεις
από μας δεν τη γλιτώνεις ή σπαθί θα μας τα πάρεις ή αλλιώς θα μας
ρεφάρεις). 4. σε ερωτηματικό τύπο σπαθί; είναι σίγουρα έτσι
όπως μου τα λες; θα γίνουν τα πράγματα, θα ενεργήσεις ακριβώς έτσι όπως μου
υπόσχεσαι(;): «εσύ πήγαινε στη δουλειά σου και με την πρώτη ευκαιρία θα
τακτοποιήσω την υπόθεσή σου. -Σπαθί;». 5. στον πλ. τα σπαθιά, είδος
χαρτοπαιγνίου: «η παρέα στο βάθος του καφενείου έπαιζε σπαθιά». (Ακολουθούν 12
φρ.)·
- δε
δέχεται μύγα στο σπαθί του ή δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, βλ. λ. μύγα·
- είναι
σπαθί, κρατάει το λόγο του, τις υποσχέσεις του: «αφού είπε πως θα σε πάρει
στη δουλειά του, να είσαι σίγουρος, γιατί είναι σπαθί»·
- είναι
σπαθί ξεγυμνωμένο, είναι πάρα πολύ οργισμένος: «μην του πεις ούτε κουβέντα,
γιατί, απ’ την ώρα που ήρθε στο γραφείο, είναι σπαθί ξεγυμνωμένο»·
- είναι
άνθρωπος σπαθί, βλ. φρ. είναι σπαθί·
- κόβει
το σπαθί του, έχει ισχυρά πολιτικά, στρατιωτικά ή κοινωνικά μέσα, γενικά
περνάει πολύ ο λόγος του, εισακούεται: «αν θέλεις σοβαρή βοήθεια πήγαινε στον
τάδε, γιατί κόβει το σπαθί του»· βλ. και φρ. κόβουν τα δόντια του, λ.
δόντι·
- με
το σπαθί μου, με την προσωπική μου αξία ή ικανότητα και χωρίς καμιά ξένη
βοήθεια ή υποστήριξη: «εγώ πέρασα με το σπαθί μου στο πανεπιστήμιο κι όχι με
διάφορα μέσα, όπως μερικοί άλλοι || όσα λεφτά κέρδισα στη ζωή μου, τα κέρδισα
με το σπαθί μου»·
- μιλώ
σπαθί, μιλάω με ειλικρίνεια, με τιμιότητα, με ντομπροσύνη: «σε θέματα
δικαιοσύνης έχω μάθει να μιλάω σπαθί». (Λαϊκό τραγούδι: βρήκες άνθρωπο
εντάξει και δεν ξέρεις ν’ αγαπάς, μάγκικα να μου ξηγιέσαι και σπαθί να μου
μιλάς)·
- ξηγιέμαι
σπαθί, συμπεριφέρομαι ειλικρινά, τίμια, ντόμπρα, μιλώ χωρίς μισόλογα και
περιστροφές, μιλώ απερίφραστα, ντόμπρα και σταράτα: «όταν κάποιος μου ξηγιέται
εντάξει, τότε κι εγώ του ξηγιέμαι σπαθί || όταν για θέματα δικαιοσύνης μου
ζητούν να πω τη γνώμη μου, ξηγιέμαι σπαθί». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου το λες
μπαμπέσικα, πες το με την καρδιά σου, ξηγήσου μια φορά σπαθί, μπαμπέσα,
στον νταλκά σου)·
- ο
λόγος του είναι σπαθί, βλ. λ. λόγος·
- το
πρόσωπο είναι σπαθί, βλ. λ. πρόσωπο·
- το
πρόσωπο του ανθρώπου είναι σπαθί, βλ. λ. πρόσωπο·
- τραβάω
σπαθί, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. τραβώ μαχαίρι, λ.
μαχαίρι·
- φέρομαι
σπαθί, βλ. φρ. ξηγιέμαι σπαθί. (Λαϊκό τραγούδι: όπως σου φέρομαι
σπαθί και σ’ έχω με το γάντι, αγάπα με, όπως σ’ αγαπώ, και μη με λες
μπερμπάντη)·
-
φόρα σπαθί! βλ.
συνηθέστ. φόρα μαχαίρι! λ. μαχαίρι.