αριστοκρατία,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀριστοκρατία], η αριστοκρατία. 1. η υψηλή κοινωνία, οι
πλούσιοι, η πλουτοκρατία: «χρόνια τώρα κυριαρχεί στον τόπο μας η αριστοκρατία».
(Λαϊκό τραγούδι: εγώ που ζούσα μέχρι χτες στην αριστοκρατία, απ’ της
γυναίκας την οργή ξημέρωσε μια χαραυγή να ζω στην αλητεία, ω ω ω και μέσ’ στη
δυστυχία). 2. το σύνολο των ανθρώπων που διακρίνονται ιδιαίτερα σε
έναν τομέα: «η αριστοκρατία του πνεύματος || η αριστοκρατία του θεάματος»·
- η
υψηλή αριστοκρατία, α.
η υψηλή
κοινωνία: «η υψηλή αριστοκρατία ζει στην Εκάλη». β. λέγεται ειρωνικά για
καλοπερασάκια: «βλέπεις η υψηλή αριστοκρατία δεν ξυπνάει αν δε μεσημεριάσει!».