σουτ,
το, άκλ. ουσ.
[<αγγλ. shoot]. 1. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) δυνατή κλοτσιά,
δυνατό χτύπημα της μπάλας με το πόδι προς την αντίπαλη περιοχή: «ήταν τόσο
δυνατό το σουτ, που η μπάλα έφυγε πάνω απ’ την εστία και πήγε στις κερκίδες». 2.
(για μπάσκετ) το πέταγμα της μπάλας προς το αντίπαλο καλάθι για την επίτευξη
καλαθιού, η βολή: «σ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού ο παίχτης έκανε επτά σουτ
απ’ τα οποία βρήκαν το στόχο τους τα πέντε». 3. (γενικά) η κλοτσιά, ο
κλότσος: «του ’δωσε ένα σουτ στο καλάμι, που τον έκανε να ουρλιάξει απ’ τον
πόνο». Υποκορ. σουτάκι, το·
- δίνω
σουτ, βλ. λ. σουτάρω·
- κάνω
σουτ, βλ. λ. σουτάρω·
- παίρνω
σουτ, βλ. φρ. τρώω σουτ·
- ρίχνω
ένα σουτ, βλ. λ. σουτάρω·
- σουτ
φαρμάκι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. φαρμακερό σουτ·
- της
(του) δίνω σουτ, διώχνω τον ερωτικό μου σύντροφο, διαλύω τον ερωτικό μου
δεσμό: «του ’δωσε σουτ η γυναίκα του, γιατί κάθε βράδυ γυρνούσε μεθυσμένος στο
σπίτι και της δημιουργούσε προβλήματα || της έδωσε σουτ, γιατί ήταν πολύ
γκρινιάρα»·
- του
δίνω σουτ, τον διώχνω από τη δουλειά μου: «μου δημιουργούσε συνεχώς
προβλήματα, γι’ αυτό κι εγώ του ’δωσα σουτ»·
- τρώω
σουτ, α. (ιδίως για δημοσίους υπαλλήλους) παίρνω μετάθεση από τη
δουλειά μου, από την υπηρεσία μου, χωρίς να μου είναι αρεστή, επιθυμητή: «έφαγε
ξαφνικά σουτ απ’ την υπηρεσία του και βρέθηκε στην Ορεστιάδα». β. με
διώχνουν, με απολύουν απ’ τη δουλειά μου: «δε δουλεύει πια ο τάδε σ’ αυτό το
εργοστάσιο, γιατί έφαγε σουτ πριν από έναν μήνα»·
- φαρμακερό
σουτ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) που είναι τόσο δυνατό, που συνήθως
καταλήγει σε γκολ: «εξαπέλυσε τέτοιο φαρμακερό σουτ, που ο αντίπαλος
τερματοφύλακας έμεινε άγαλμα».