σουρωτήρι,
το, ουσ.
[<σουρώνω + κατάλ. -τήρι]. 1. διάτρητο μαγειρικό σκεύος που
χρησιμοποιείται για το στράγγισμα φαγητών, το στραγγιστήρι, το τρυπητό: «ρίξε
τα μακαρόνια στο σουρωτήρι να στραγγίσουν». 2. (ειρωνικά) ο μεθύστακας:
«είναι ένα σουρωτήρι αυτός, Θεός να σε φυλάει!». 3. η καπότα, το
προφυλακτικό: «αν δεν έχει σουρωτήρι μαζί του, δεν πάει ούτε με την ομορφότερη
γυναίκα»·
- περνώ
απ’ το σουρωτήρι ή περνώ από σουρωτήρι, υποβάλλομαι από κάποιον σε
λεπτομερειακή εξέταση, σε λεπτομερειακή δοκιμασία: «βαρέθηκα να περνώ απ’ το
σουρωτήρι του ενός και του άλλου και στο τέλος να μη με παίρνουν στη δουλειά
τους!»·
- το
περνώ απ’ το σουρωτήρι ή το περνώ από σουρωτήρι, εξετάζω κάτι πολύ
προσεκτικά, πολύ διεξοδικά, πριν πάρω κάποια απόφαση: «οτιδήποτε αγοράζει αυτός
ο άνθρωπος, το περνάει πρώτα από σουρωτήρι»·
- τον
περνώ απ’ το σουρωτήρι ή τον περνώ από σουρωτήρι, τον υποβάλλω σε
λεπτομερειακή εξέταση, σε λεπτομερειακή δοκιμασία πριν πάρω κάποια απόφαση γι’
αυτόν: «για να πάρει έναν υπάλληλο στη δουλειά του, τον περνάει πρώτα από
σουρωτήρι».