σούργελο,
το, ουσ.
[<σούρνω <σέρνω + γέλιο]. 1. (υποτιμητικά) παλιό μηχάνημα,
διαλυμένο και, όταν πρόκειται για μεταφορικό μέσο, πολύ επικίνδυνο για τους
επιβάτες του: «δεν είσαι καλά που θα πάω μ’ αυτό το σούργελο στην Αθήνα!». 2.
(υποτιμητικά για πρόσωπα) άνθρωπος που με το παρουσιαστικό του ή τη συμπεριφορά
του προκαλεί ειρωνικό ή κοροϊδευτικό γέλιο, που προκαλεί ειρωνική ή
κοροϊδευτική αντιμετώπιση της ομήγυρής του, αυτός που γίνεται ο περίγελος των
άλλων: «θα ’χεις πάλι μαζί σου εκείνο το σούργελο που είχες και την προηγούμενη
φορά και που μας είχε κάνει ρεζίλι;»·
- γίνομαι
σούργελο, γίνομαι αντικείμενο κοροϊδίας ή χλεύης στην ομήγυρή μου λόγω του
παρουσιαστικού μου ή της συμπεριφοράς μου, γίνομαι ρεζίλι, περίγελος: «όπως
ήρθε ντυμένος μ’ εκείνο το παρδαλό κουστούμι, έγινε πάλι σούργελο μέσα στην
παρέα»·
- τον
κάνω σούργελο, τον ξευτελίζω, τον γελοιοποιώ προς τέρψιν της ομήγυρης:
«κάθε φορά που τον βλέπει λίγο πιωμένο, τον κάνει σούργελο και διασκεδάζει όλη
η παρέα».