σούπα,
η, ουσ.
[<ιταλ. suppa], η σούπα. 1. καλλιτεχνικό θέαμα που είναι κακό ή που
δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον: «μην πας να δεις το τάδε έργο, γιατί είναι
σούπα». Από το ότι η σούπα σαν φαγητό δεν παρουσιάζει κανένα σπουδαίο
ενδιαφέρον ή δε χορταίνει απόλυτα το άτομο που την τρώει. 2. (στη γλώσσα
της αργκό) ο δειλός, ο φοβητσιάρης: «ένα μπαμ να κάνεις σ’ αυτόν το σούπα, το
βάζει στα πόδια!». Υποκορ. σουπίτσα, η. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- γίνομαι
σούπα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το
μεθύσι: «δεν το αντέχει το πιοτό και με δυο τρία ποτηράκια γίνεται σούπα». Για
συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- έγινε
σούπα η δουλειά ή η δουλειά έγινε σούπα, βλ. λ. δουλειά·
- είμαι
σούπα, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται
από το μεθύσι: «έκανα μια ώρα να πάω στο σπίτι μου, γιατί ήμουν σούπα». Από την
εικόνα του ατόμου που μεταφέρει ένα πιάτο γεμάτο με σούπα και περπατάει δεξιά
αριστερά στην προσπάθειά του να μην τη χύσει. Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι,
λ. φέσι·
- έκανα
σούπα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- μου
χάλασε τη σούπα, υπήρξε
η αιτία να αποτύχω σε κάποια δουλειά ή υπόθεση που την προετοίμαζα από καιρό:
«την ώρα που ήταν να υπογράψουμε τα συμβόλαια, ήρθε ο τάδε και είπε πως
χρωστούσα ένα μεγάλο ποσό στην εφορία, και μου χάλασε τη σούπα», δηλ. δεν
υπογράφηκαν τα συμβόλαια·
-
ξαναζεσταμένη σούπα, λέγεται
για υπόθεση, ιδίως ύποπτη ή παράνομη, που έχει διευθετηθεί, αλλά που την
επαναφέρει κάποιος στην επικαιρότητα για να αποκομίσει συγκεκριμένα οφέλη: «τον
κατηγορούσε για κάποιο παλιό του σφάλμα που είχε ήδη πληρώσει με ένα χρόνο
φυλακή, αλλά όλοι κατάλαβαν πως χρησιμοποιούσε ξαναζεσταμένη σούπα μόνο και
μόνο για να μειώσει τον αντίπαλό του»· βλ. και φρ. ξαναζεσταμένο φαγητό, λ.
φαγητό·
- οι
πολλοί μάγειροι χαλούν τη σούπα, βλ. λ. μάγειρας·
- τα
κάνω σούπα, ανακατεύω, μπερδεύω, χαλώ, διαλύω μια δουλειά, υπόθεση,
κατάσταση ή σχέση: «μια φορά έλειψα κι εγώ απ’ τη δουλειά και τα κάνατε όλα
σούπα». Από το ότι η σούπα, επειδή είναι φαγητό από ζωμό, δεν έχει καμιά συνοχή·
- τον
κάνω σούπα, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει
τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως ήταν γερό ποτήρι, αλλά, όταν καθίσαμε
να πιούμε, τον έκανα σούπα». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι·
- τρώω
μια σούπα, α. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) καθώς τρέχω, πέφτω στο
δρόμο με τη μοτοσικλέτα μου: «ήτανε γλιστερός ο δρόμος κι όπως ερχόταν, έφαγε
μια σούπα κι έγινε χάλια». β. (γενικά) γλιστρώ και πέφτω κάτω:
«επιχείρησα να περάσω βιαστικά το δρόμο κι έφαγα μια σούπα, γιατί γλίστρησα
πάνω στον πάγο»·
- χάλασε
η σούπα, απέτυχα να φέρω σε αίσιο τέλος κάποια δουλειά ή υπόθεση: «δεν ξέρω
τι συνέβη, κι εκεί που νόμιζα πως τον είχα καταφέρει, ξαφνικά χάλασε η σούπα
και δεν υπέγραψε τα συμβόλαια». Συνών. έκοψε η μαγιονέζα (β).