σουξέ,
το, άκλ. ουσ.
[<γαλλ. succès]. 1. η επιτυχία, ιδίως ηθοποιού σε θεατρική εμφάνιση ή
τραγουδιστή σε ερμηνεία τραγουδιού: «ποιο είναι το μεγαλύτερο σουξέ σου μέχρι
σήμερα;». 2. (και για τα δυο φύλα) η απήχηση, η επιτυχία στο άλλο φύλο:
«με το σουξέ της, δεν άφησε κανέναν ασυγκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: του Ραμόν
Νοβάρο το σουξέ θα σβήσω, τον παλιό τον Καζανόβα θ’ αναστήσω). 2.
στον πλ. τα σουξέ, τα επιτυχημένα τραγούδια που ερμηνεύτηκαν από κάποιον
τραγουδιστή ή από κάποιους τραγουδιστές και που έχουν μεγάλη απήχηση στο κοινό,
που έχουν μεγάλη κυκλοφορία: «τα σουξέ του ρεμπέτικου || τα σουξέ της ροκ
μουσικής || τα σουξέ του παλιού καλού καιρού». (Λαϊκό τραγούδι: τραγουδούσαν
τα σουξέ της σ’ όλη την υδρόγειο, τώρα έρημη πεθαίνει στο φτωχό υπόγειο).
Υποκορ. σουξεδάκι, το·
- γκραν
σουξέ, α. (για τραγούδια) πολύ μεγάλη επιτυχία, πολύ μεγάλη
κυκλοφορία: «το γκραν σουξέ της εποχής είναι το τάδε τραγούδι». β.
λέγεται και για θεατρική παράσταση που παρουσιάζει μεγάλη επιτυχία·
- έγινε
σουξέ, α. (για τραγούδια) παρουσιάζει μεγάλη επιτυχία, έχει μεγάλη
κυκλοφορία: «όποιο τραγούδι και να τραγουδήσει αυτός ο τραγουδιστής, γίνεται
σουξέ». β. λέγεται και για θεατρική παράσταση που παρουσιάζει επιτυχία·
- έχω
σουξέ, α. (για ηθοποιούς θεάτρου ή τραγουδιστές) έχω μεγάλη επιτυχία
στο έργο που παίζω ή στο τραγούδι που τραγουδώ: «έχει σουξέ ο τάδε ηθοποιός
κάθε βράδυ στο έργο που παίζει || έχει σουξέ ο τάδε τραγουδιστής στον καινούριο
του δίσκο». β. (γενικά και για τα δυο φύλα) έχω απήχηση, έχω επιτυχία,
έχω επιτυχίες, ιδίως στο άλλο φύλο, είμαι περιζήτητος: «όπου και να πάει αυτός
ο άνθρωπος, έχει σουξέ»·
- κάνω
σουξέ, (για ηθοποιούς θεάτρου ή τραγουδιστές) δημιουργώ μεγάλη θεατρική ή
τραγουδιστική επιτυχία: «όποιο ρόλο και να παίξει αυτός ο ηθοποιός, κάνει σουξέ
|| κάνει μεγάλο σουξέ στα παλαιά τραγούδια αυτός ο τραγουδιστής».