σουμπλιμέ,
το, άκλ. ουσ. κ.
σουμπλιμές, ο, ουσ. [<γαλλ. sublimé], ο διχλωριούχος υδράργυρος·
- του
’κανα τα μούτρα (τη μάπα, τη μούρη) σουμπλιμέ, τον έδειρα άγρια χτυπώντας
τον στο πρόσωπο: «κάποια στιγμή αρπάχτηκαν στα χέρια κι ο δικός σου του ’κανε
τα μούτρα σουμπλιμέ». Από την εικόνα του υδραργύρου, που αφήνει σημάδια όταν
έρχεται σε επαφή με το δέρμα.