σουβλάκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. σούβλα], το σουβλάκι·
- τα
κάνω σουβλάκι (ενν. τα πούλια μου), (για τάβλι) συσσωρεύω πολλά πούλια μου
πάνω σε πιασμένο αντίπαλο πούλι ή σε πόρτα μου: «με τις ζαριές που μου
’ρχονται, είμαι υποχρεωμένος να τα κάνω σουβλάκι». Από την εικόνα που
παρουσιάζουν τα πούλια, όταν συσσωρεύονται το ένα πάνω στο άλλο, καθώς
παρομοιάζονται με τα κομματάκια του κρέατος που είναι περασμένα στο λεπτό
ξύλινο ή σιδερένιο ραβδί·
- την
κάνω σουβλάκι, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, ιδίως από πίσω, από τον
κώλο: «αν την είχε όλο τ’ απόγευμα στην γκαρσονιέρα του, σίγουρα θα την έκανε
σουβλάκι». Από την εικόνα του λεπτού ξύλινου ή σιδερένιου ραβδιού όπου περνάει
κανείς τα κομματάκια του κρέατος για να τα ψήσει, καθώς παρομοιάζεται με το
πέος, ενώ η γυναίκα παρομοιάζεται με το κρέας·
- τον
κάνω σουβλάκι, είναι εντελώς του χεριού μου, τον διαλύω, τον κομματιάζω,
τον κατανικώ: «αν μου πεις για τον τάδε, ό,τι ώρα θέλω τον κάνω σουβλάκι». Από
την εικόνα του ατόμου που τεμαχίζει ένα κομμάτι κρέας σε μικρά κομματάκια και
τα περνάει σε ένα λεπτό ξύλινο ή σιδερένιο ραβδάκι για να τα ψήσει.