σοπάκι, το, ουσ. [υποκορ. του τουρκ. sopa (= βέργα, βίτσα) +
κατάλ. -άκι], αναφέρεται συνήθως με την έννοια του ξυλοδαρμού: «μόλις γύρισε
μεθυσμένος στο σπίτι, του ’δωσε ένα σοπάκι ο πατέρας του, που ήταν όλο δικό
του»·
-
σοπάκι που σου χρειάζεται! βλ. συνηθέστ. βρεγμένη σανίδα που
σου χρειάζεται! λ. σανίδα.