σόου, το, άκλ.
ουσ. [<αγγλ. show], το σόου·
-
δίνει σόου, α. συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να ψυχαγωγεί
την ομήγυρη: «είναι ο τάδε στο καφενείο κι έχουν ξεραθεί όλοι στα γέλια, γιατί
δίνει πάλι σόου». β. συμπεριφέρεται με προσποιητό τρόπο με σκοπό να
ξεγελάσει, να παραπλανήσει κάποιον ή κάποιους για την πραγματοποίηση κάποιου
σκοπού του: «μάζεψε όλο το δημοτικό συμβούλιο και δίνει σόου για να τους πείσει
ν’ αυξήσουν τα δημοτικά τέλη». Αναφορά στη μουσικοχορευτική θεατρική ή
τηλεοπτική παράσταση·
-
έγινε σόου, βλ. συνηθέστ. έγινε χαμός, λ. χαμός·
-
κάνει σόου, βλ. φρ. δίνει σόου.