σόι, το, γεν.
του σογιού, πλ. τα σόγια, ουσ. [<τουρκ. soy]. 1. το
σύνολο των ανθρώπων με κοινή καταγωγή, η γενιά, το γένος, ιδίως ευγενής,
αριστοκρατική καταγωγή: «το σόι αυτού του ανθρώπου άφησε εποχή στα χρόνια μου ||
παντρεύτηκε γυναίκα από σόι». 2. το σύνολο των ανθρώπων με συγγενικούς
δεσμούς, το σύνολο των συγγενών, το συγγενολόι: «έχει πολύ μεγάλο σόι || στη
γιορτή μου κουβαλήθηκε όλο το σόι μου για να μου ευχηθεί». (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα
σε σε, Αντώνη, κρίμα το μπόι σου, που έκανες ρεζίλι όλο το σόι σου //
βρήκα δυο σόγια με βιολιά τραγούδι και παραγγελιά γενιά μου αλλοπαρμένη.
Κι ό,τι με πίκρανε πολύ είτε φιλί είτε απειλή το είπα ειμαρμένη). 3.
(για ζώα) ράτσα: «δεν είναι σόι το σκυλί που πήρες». 4. (για φυτά)
ποικιλία: «τι σόι τριανταφυλλιές είναι αυτές που φύτεψες;». 5. (γενικά)
είδος, ποιόν: «δεν μπορεί κανένας μας να καταλάβει τι σόι πράγμα είναι αυτό».
(Ακολουθούν 23 φρ.)·
-
βαστάει από (μεγάλο) σόι, βλ. φρ. είναι από (μεγάλο) σόι·
-
γαμώ το σόι μου! ή γαμώ το σόι που με γένναγε! ή γαμώ το σόι που
με πέταγε! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σόι μου,
όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν». Συνήθως η φρ. κλίνει πάλι με το γαμώ.
Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
-
γαμώ το σόι σου! ή γαμώ το σόι που σε γένναγε! ή γαμώ το σόι
που σε πέταγε! ή σου γαμώ το σόι! ή σου γαμώ το σόι που σε
γένναγε! ή σου γαμώ το σόι που σε πέταγε! α. επιθετική
έκφραση εναντίον κάποιουπου είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί
προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σόι σου, κάνεις θόρυβο μεσημεριάτικα! || σου
γαμώ το σόι αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου!». β. εκστομίζεται και ως
βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για
συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ.
γαμώ·
-
δεν είναι σόι (πράμα), α. (για πράγματα) δεν είναι αντικείμενο
αξίας: «αφού δεν είναι σόι πράμα, γιατί να σου δώσω τόσα λεφτά;». β.
(για πρόσωπα) δεν είναι άνθρωπος με αξία και, κατ’ επέκταση, είναι ύποπτος ή
επικίνδυνος: «πρόσεχε, γιατί δεν είναι σόι πράμα αυτός, που κάνεις παρέα»·
-
δεν είναι σόι πράματα αυτά ή δεν είναι αυτά σόι πράματα, δεν
ενεργείς, δε συμπεριφέρεσαι σωστά: «ό,τι λέμε, πηγαίνεις και το διαδίδεις στους
άλλους. Δεν είναι σόι πράματα αυτά»·
-
δεν το βλέπω σόι πράμα, έχω την εντύπωση πως δεν είναι πράγμα αξίας:
«δεν μπορώ να σου δώσω τόσα λεφτά που μου ζητάς, γιατί δεν το βλέπω σόι πράμα»·
-
δεν το βλέπω σόι το πράμα, έχω την εντύπωση πως η δουλειά ή η υπόθεση
δεν είναι νόμιμη, τίμια ή πως δεν εξελίσσεται σύμφωνα με τις προσδοκίες μας:
«δε θα πάρω μέρος σ’ αυτό το συνεταιρισμό, γιατί δεν το βλέπω σόι το πράμα || ο
δικηγόρος με διαβεβαιώνει πως όλα θα πάνε καλά, αλλά δεν το βλέπω σόι το πράμα»·
-
δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο, έχω την εντύπωση πως δεν πρέπει να είναι
καλός άνθρωπος και κατ’ επέκταση, πως είναι ύποπτος, επικίνδυνος: «έχε το νου
σου μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο»·
-
δεν τον βλέπω σόι πράμα, βλ. συνηθέστ. δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο·
-
έγινε από σόι, (ειρωνικά) έγινε υπεροπτικός, ακατάδεχτος, ιδίως μετά από
κάποια επιτυχία του: «απ’ τη μέρα που προβιβάστηκε στη δουλειά του, νομίζει πως
έγινε από σόι και δε μας καταδέχεται». (Λαϊκό τραγούδι: τόσους μήνες που την
είχα μου ξηγιότανε στην τρίχα, τώρα έγινε από σόι και τα ψάρια δεν τα
τρώει). Από το ότι παλιότερα (αλλά και στην εποχή μας), αυτός που καταγόταν
από αριστοκρατικό, από ευγενικό σόι, κρατούσε μια υπεροπτική στάση απέναντι
στους ανθρώπους που δεν ήταν της τάξης του ·
-
είναι από (μεγάλο) σόι, κατάγεται από ευγενή, από αριστοκρατική
οικογένεια: «πάντρεψε την κόρη του μ’ ένα παλικάρι, που και επιστήμονας είναι
και από μεγάλο σόι». (Λαϊκό τραγούδι: ο άντρας που θα παντρευτώ, θα είναι
από σόι, σκληρό κολάρο θα φορά θα ’χει χρυσό ρολόι)·
-
είναι σόι πράματα αυτά; βλ. φρ. δεν είναι σόι πράματα αυτά·
-
κρατάει από (μεγάλο) σόι, βλ. φρ. είναι από (μεγάλο) σόι·
-
μεγάλο σόι, το αριστοκρατικό: «σήμερα δεν υπάρχουν μεγάλα σόγια, όπως
τον παλιό καλό καιρό»·
-
σόι πάει το βασίλειο, βλ. λ. βασίλειο·
-
σόι σοϊλέ, αριστοκρατική, ευγενική καταγωγή: «βρήκε ένα παλικάρι η κόρη
του πολύ σόι σοϊλέ»·
-
σόι σοϊλέ πάει το βασίλειο, βλ. λ. βασίλειο·
- σόι τραβάει το βασίλειο, βλ. συνηθέστ. σόι πάει το
βασίλειο, λ. βασίλειο·
-
τι σόι άνθρωπος είναι, α. ποιο είναι το ποιόν αυτού του ανθρώπου:
«είναι καινούριος στην παρέα μας και κανένας δεν ξέρει ακόμα τι σόι άνθρωπος
είναι». β. απαντάται πολύ συχνά και σε ερωτηματικό τύπο: «τι σόι
άνθρωπος είναι ο τάδες;»·
-
τι σόι πράγματα είν’ αυτά; έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας για τις
άστοχες ενέργειες ή την κακή συμπεριφορά κάποιου που μας ενοχλεί: «κοτζάμ
επιστήμονας και συμπεριφέρεσαι σαν ανόητος άνθρωπος. Τι σόι πράγματα είν’ αυτά;».
Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δεν ντρέπεσαι λιγάκι(;)·
-
τι σόι πράμα είναι, α. (για πρόσωπα ή πράγματα) ποιο είναι το ποιόν
του, ποια είναι η αξία του, η χρηστικότητά του: «τι σόι πράμα είναι αυτός ο
άνθρωπος, ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω!». β. απαντάται πολύ συχνά και
σε ερωτηματικό τύπο: «τι σόι πράμα είναι αυτό που αγόρασες και κρέμασες μπροστά
στο αυτοκίνητό σου;»·
-
τι σόι σοϊλέ! τι είδος, τι τρόπος και λέγεται συνήθως για κάτι αρνητικό:
«έχει έλκος στο στομάχι κι ο γιατρός του επιτρέπει να τρώει καυτερά φαγητά και
να πίνει όσο θέλει. -Τι σόι σοϊλέ θεραπεία είναι αυτή, δεν μπορώ να καταλάβω!»·
- του γαμώ το σόι ή του γαμώ το σόι που τον γένναγε ή του
γαμώ το σόι που τον πέταγε, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω:
«επειδή ήταν αγενής, εκεί μπροστά στην οικογένειά του του γάμησε το σόι». β.
τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ:
«επειδή γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε το
σόι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα
καντήλια, λ. γαμώ.