Σόδομα και Γόμορα, τα, [<μτγν. Σόδομα, Γόμορα], κέντρο
έσχατης ηθικής διαφθοράς: «το σπίτι του είναι Σόδομα και Γόμορα». Αναφορά στις
δυο πόλεις της Π. Διαθήκης, που καταστράφηκαν από το Θεό λόγω της ακολασίας των
κατοίκων της· οικεία έκφραση της ηθοποιού Σαπφώς Νοταρά·
-
γίναμε Σόδομα και Γόμορα, έκφραση με την οποία οι παλιότεροι ή οι
ηλικιωμένοι, ιδίως γυναίκες θεούσες, διαπιστώνουν με ανησυχία και φόβο την
έσχατη ηθική διαφθορά, που κατά τη γνώμη τους επικρατεί σήμερα στην κοινωνία
μας, καθώς βλέπουν τη συμπεριφορά της νεολαίας, και ιδιαίτερα, όταν φιλιέται
ένα ζευγάρι νεαρών δημόσια·
-
γίνονται Σόδομα και Γόμορα, στο μέρος, στο σημείο για το οποίο γίνεται
λόγος, επικρατεί έσχατη ηθική διαφθορά, γίνονται ακατονόμαστα όργια: «κάθε βράδυ
στο σπίτι του τάδε, γίνονται Σόδομα και Γόμορα».