σόδα, η, ουσ.
[<ιταλ. soda], η σόδα·
-
ας πιει σόδα, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε άτομο που μας
πληροφορεί πως κάποιος δε μας συμπαθεί, δε μας χωνεύει. Από το ότι η
σόδα, καθώς περιέχει ανθρακικό νάτριο, υποβοηθάει την πέψη, τη χώνεψη·
- να πιει σόδα, βλ. φρ. ας πιει σόδα.