σοβαρός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. σοβαρός <σοβῶ], σοβαρός· το ουδ.
ως ουσ. το σοβαρό,(στη γλώσσα της αργκό) δηλώνει το μπλόκο (βλ.
Ηλ. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα τραγούδια, σελ. 142). (Λαϊκό τραγούδι: πάρε
σειρά, γιατί, μπορεί, ίσως, να μην προκάνεις, μη μας συμβεί το σοβαρό και
τη σειρά σου χάνεις). Επίρρ. σοβαρά. Σε ερωτηματικό τύπο σοβαρά;
α. δηλώνει έκπληξη ή απορία για κάτι που μας λέει κάποιος, επειδή μας φαίνεται
απίστευτο: «τον άλλο μήνα παντρεύεται ο τάδε. -Σοβαρά; Αυτός ήταν κατά του
γάμου!». β. δηλώνει και έκπληξη ή απορία με ειρωνική διάθεση: «θα μου δώσεις
τ’ αυτοκίνητό σου για μια βδομάδα; -Σοβαρά;»·
-
δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά, είναι ανόητος, γελοίος, είναι ανάξιος
λόγου: «ασ’ τον να λέει ό,τι θέλει, γιατί δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά»·
-
είσαι σοβαρός; έκφραση απορίας, έκπληξης ή αγανάκτησης σε κάποιον που
μας λέει ή μας ζητάει απίθανα ή παράλογα πράγματα: «είσαι σοβαρός, που θέλεις
ν’ αφήσω τη δουλειά μου για να πάω να πληρώσω την επιταγή σου;»·
-
έχει σοβαρές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
-
έχω σοβαρό σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
-
μεταξύ σοβαρού και αστείου, βλ. λ. αστείος·
-
μιλάς σοβαρά; ή μιλάς στα σοβαρά; δηλώνει έκπληξη με την έννοια
σίγουρα δε μιλάς σοβαρά, απορώ με αυτό που μου λες: «επειδή βαριέμαι να πάω
μέχρι τη Δ.Ε.Η. να πληρώσω το φως του σπιτιού μου, θα πας εσύ να μου το
πληρώσεις; -Μιλάς σοβαρά;»·
-
μιλώ σοβαρά ή μιλώ στα σοβαρά, σοβαρολογώ: «άκουσε προσεκτικά
αυτά που θα σου πω, γιατί μιλώ σοβαρά»·
-
το λες σοβαρά; ή το λες στα σοβαρά; βλ. συνηθέστ. μιλάς
σοβαρά(;)·
- το λέω σοβαρά ή το λέω στα σοβαρά, βλ. συνηθέστ. μιλώ
σοβαρά·
-
το παίρνω σοβαρά ή το παίρνω στα σοβαρά, υπολογίζω αυτό που μου
λέει κάποιος ή αυτό που συμβαίνει και καθορίζω τη μετέπειτα στάση μου: «πρόσεχε
πώς του μιλάς, γιατί, ό,τι του λες, το παίρνει στα σοβαρά και μπορεί να βρεθείς
προ εκπλήξεων».