αρένα,
η, ουσ.
[<λατιν. arena (= άμμος)], ο στίβος, ιδίως για ταυρομαχίες· η κονίστρα·
- έγινε
αρένα, έγινε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία: «πες ο
ένας, πες ο άλλος, στο τέλος αρπάχτηκαν κι έγινε αρένα το μαγαζί». Αναφορά στην
ισπανική ή στη ρωμαϊκή αρένα·
- η
αρένα της ζωής, το πεδίο αγώνων και δράσης στη ζωή: «μικρός μικρός βγήκε
στην αρένα της ζωής»·
- τα
κάνω αρένα, επιφέρω μεγάλη καταστροφή, ιδίως σε ένα κλειστό χώρο: «κάθε
φορά που θυμώνει πολύ, τα κάνει αρένα μέσ’ στο σπίτι του».