σκυλάκι, το, ουσ. [<αρχ. σκυλάκιον, υποκορ. του ουσ. σκύλαξ],
το μικρό σκυλί. 1. αυτός που τρέχει αδιάκοπα πίσω από τον ερωτικό του
σύντροφο, που κάνει πάντα ό,τι του υποδεικνύει ο ερωτικός του σύντροφος: «τόσο
ωραίο παιδί και κατάντησε σκυλάκι της τάδε!». 2. είδος καλλωπιστικού
φυτού που το λουλούδι του, που βγαίνει σε διάφορα χρώματα, μοιάζει με μουσούδα
μικρού σκυλιού και που, όταν το πατήσεις ελαφρά στη βάση του, ανοίγει σαν το
στόμα του μικρού σκυλιού: «η μητέρα είχε φυτέψει στο παρτέρι του μπαλκονιού μας
τρία σκυλάκια»·
- σκυλάκι του καναπέ, πολύ μικρό χαριτωμένο σκυλάκι,
όπως είναι το πεκινουά, το κανίς, το γιορκσάιρ κ.ά.: «έχει ένα σκυλάκι του
καναπέ και όλη μέρα ασχολείται μαζί του». Από το ότι, λόγω του πολύ μικρού τους
μεγέθους τα σκυλιά αυτά τα βρίσκουμε πολλές φορές να κάθονται στον καναπέ·
- τον (την) έχει σκυλάκι πίσω της (του) ή τρέχει σαν σκυλάκι πίσω της
(του), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, τρέχει αδιάκοπα πίσω από τον
ερωτικό του σύντροφο, κάνει πάντα ό,τι του υποδεικνύει ο ερωτικός του
σύντροφος: «από τη μέρα που τη γνώρισε, την έχει σκυλάκι πίσω του || είναι πολύ
ερωτευμένος μαζί της και τρέχει σαν σκυλάκι πίσω της».Από την εικόνα
του σκυλιού που τρέχει πάντα πίσω από το αφεντικό του ή που κάνει πάντα ό,τι
του υποδεικνύει το αφεντικό του.